Κάνοντας μια ανασκόπηση στη βιβλιογραφία μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια ιδεολογία του κοινωνικού φύλου που θεωρεί ότι οι γυναίκες και οι σχέσεις τους, πιο έντονα στο παρελθόν, ανήκαν στη σφαίρα της φύσης, μπορούσαν να ειδωθούν δηλαδή ως «φυσικές» και συνέρχονταν από συναισθήματα (Dubisch 1992).
Η γυναίκα ως ήταν πλησιέστερη στη φύση μέσα από τους κοινωνικούς της ρόλους, την τεκνοποίηση και τη σχέση της με τον οικιακό χώρο ενώ η τεκνοποίηση αποτελούσε έναν από τους ισχυρότερους συμβολικά παράγοντες κοινωνικοποίησής και ένταξής της γυναίκας στο ισχύον αξιακό σύστημα.
Ιδιαίτερα τον περασμένο αιώνα οι γυναίκες νοούσαν τον κόσμο τους με όρους αναφοράς της συγγένειας (π.χ. μάνα/κόρη) και δρούσαν όχι στη βάση της ατομικής τους επιλογής αλλά με αναφορά στις «υποχρεώσεις που απορρέουν από την ευρύτερη τάξη πραγμάτων της συγγένειας και της οικιακότητας» (Παπαταξιάρχης 1992: 68).
Ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ποικίλες πρακτικές-κάποιες εκ των οποίων είναι γνωστές έως σήμερα -αποσκοπούσαν στην αποτροπή του κινδύνου που συνδέονταν με το «ανοιχτό» γυναικείο σώμα, ιδίως στις διαβατήριες περιόδους της γέννας και η λοχείας.
Οι αντιθετικές έννοιες ανοιχτό/κλειστό σε σχέση με το γυναικείο σώμα επισημαίνουν πως το σώμα των γυναικών θεωρείται συμβολικά ως το όριο της κοινωνικής τους ταυτότητας. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Πως ο γάμος είναι ζωτικός για μια γυναίκα καθώς αποτελεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να είναι «ανοιχτή». Επιπλέον, η έννοια «ανοιχτό», χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει το γυναικείο σώμα κατά τη διάρκεια της γέννας και της λοχείας. Η γένεση των παιδιών ανοίγει το σώμα με συμβολικούς όρους.
Ανθρωπολογικές μελέτες με παραδείγματα από τον ελληνικό χώρο τείνουν στο συμπέρασμα πως η συμβολικά κυρίαρχη νομιμοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας κατορθώνεται μέσω της αναπαραγωγής στο πλαίσιο του γάμου (du Boulay 1986).
Μελετητές όπως ο Παπαταξιάρχης (1992) υποστηρίζουν πως η μιαρότητα της γυναικείας σεξουαλικότητας «υπερβαίνεται» μέσα από το ρόλο της μητέρας-συζύγου. Πρόκειται για ένα συμβολικό πέρασμα από τη «φυσική» Εύα στη «θεία» Παναγία, όπου και διορθώνονται οι «μειονεξίες» του μιαρού γυναικείου σώματος.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι γυναικείες σωματικές λειτουργίες και ουσίες αν και θεωρούνται συμβολικά μιαρές, αποκτούν και θετικές συνυποδηλώσεις όταν σχετίζονται με τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή.
Σύμφωνα με την Dubisch (1986) το γυναικείο σώμα είναι μια γλώσσα με την οποία διατυπώνεται μεταφορικά το ζήτημα της κοινωνικής ευταξίας, μέσα από τον έλεγχο της μιαρότητας και των οικιακών ορίων.
Ο ανθρωπολόγος Θ. Παραδέλλης καταλήγει σε ένα πολιτισμικό σχήμα διχοτόμησης, όπου η μητρότητα έχει θετικό πρόσημο και μαζί με την ηθικότητα, τη διανόηση, τη φύση και τον πολιτισμό αντιτίθεται στις αρνητικά φορτισμένες έννοιες της σεξουαλικότητας και του αισθησιασμού (Παραδέλλης 1999).
Στο παράδειγμά μας, εστιάζουμε σε δύο πολιτισμικές κοινωνίες, μια νησιώτικη και μια ηπειρωτική, αποτέλεσαν τα πεδία της έρευνάς μου.
Πρόκειται για ένα κυκλαδονήσι, την Ίο, και έναν οικισμό που ανήκει σε ένα πολιτισμικό σύμπλεγμα 13 χωριών του Ερυθροποτάμου Έβρου, τα Αμπελάκια, τόποι μακροχρόνιας και σχεδόν παράλληλης μελέτης. Κοινός παρονομαστής για τις δυο κοινότητες είναι ο μικρός πληθυσμός τους, που θεωρείται ιδανικός για μια ανθρωπολογική και εις βάθος επιτόπια έρευνα. Η συμμετοχική παρατήρηση που κατ’ εξοχήν χρησιμοποιείται από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, σε συνδυασμό με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση στήριξαν μεθοδολογικά τη συγκριτική μου μελέτη, τμήμα της οποίας παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο άρθρο.
Γεωγραφικά, τα Αμπελάκια που και η Ίος Κυκλάδων βρίσκονται εκ διαμέτρου αντίθετα, στο βορειότερο και νοτιότερο σημείο του ελληνικού χώρου. Ορεινή η μία κοινωνία, νησιώτικη η άλλη, αγροτικές και οι δύο κατά το παρελθόν, χρόνια «κλειστές, εσωστρεφείς και απομονωμένες», για διαφορετικούς λόγους, χάραξαν τη δική τους ιδιαίτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πορεία στο πέρασμα των χρόνων.
Ο ορόσημο και για τις δυο κοινότητες είναι η δεκαετία του 1960. Τότε, με την οργανωμένη μετανάστευση, τα γεωφυσικά όρια της κάθε περιοχής έπαψαν να διαγράφουν το περίγραμμα μέσα στο οποίο μπορούσαν να αναπτυχθούν κοινωνικά και οικονομικά οι κάτοικοι.
Στο πέρασμα των χρόνων η Ίος και τα Αμπελάκια ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές πορείες. Η Ίος από αγροτική κοινότητα μετασχηματίστηκε σε νησί με μαζική τουριστική ανάπτυξη και αύξοντα αριθμό κατοίκων σε αντίθεση με τα Αμπελάκια που παραμένουν αγροτικός οικισμός με σταθερά φθίνοντα πληθυσμό.
Το ζητούμενο λοιπόν και η πρόκληση για εμένα ήταν να ανασυρθούν μνήμες από πτυχές της καθημερινότητας κατά τη διάρκεια του κύκλου χρόνου και του κύκλου ζωής των κατοίκων. Η έμφαση δόθηκε στο πως οι ίδιοι οι πληροφορητές αντιλαμβάνονται και εξηγούν συνήθειες και έθιμα που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τη γέννα και τη μητρότητα.. Πως αποτυπώνονται οι αντιλήψεις τους στο χώρο και πως διαφοροποιούνται, μεταβάλλονται ή παραμένουν αναλλοίωτες στο πέρασμα των χρόνων.
Κατά το παρελθόν και στις δυο κοινότητες μετά τη γέννα υπήρχαν συγκεκριμένες συμβολικές πρακτικές για τη λεχώνα και το νεογέννητο μωρό της που μπορούν να ερμηνευτούν σε σχέση με το φόβο για τη βασκανία και «το κακό το μάτι». Τα έθιμα αυτά ήταν αποτρεπτικά του κακού και είχαν σκοπό το αίσιο τέλος αυτής της μεταβατικής περιόδου, μέχρι να επανέλθει σταδιακά το γυναικείο σώμα, μέχρι να κλείσει και πάλι μετά από σαράντα ημέρες.
Την προστασία της λεχώνας αναλάμβαναν τα πιο στενά γυναικεία συγγενικά της πρόσωπα, η μητέρα, η αδερφή, η νονά και η πεθερά της.
Ηλικιωμένη γυναίκα στα Αμπελάκια αναφέρει: «Δεν μπορούσε το βράδυ να πάει κάποιος ξένος στο σπίτι. Αν ήταν ανάγκη να πάει αργά, άφηνε κάτι στο σπίτι ένα ρούχο, ένα πιάτο, που θα ‘παιρνε την επόμενη μέρα. Έπρεπε κάτι να αφήσει για να μη χάσει η λεχώνα το γάλα, να μη γυρίσει το γάλα της πίσω».
«Μια σκούπα ή μιτάρια ήταν δίπλα στην πόρτα του σπιτιού», σαν συμβολικοί «προστάτες» της λεχώνας και του μωρού της όταν όλη η οικογένεια απουσίαζε.
Η νύχτα, το σκοτάδι και ο φόβος που προκαλούσε επέβαλαν μετά το σούρουπο να κλείνουν τα παραθυρόφυλλα ή όπου αυτά δεν υπήρχαν να «κρεμούν στα παράθυρα του δωματίου που κοιμόταν η γυναίκα και το νεογέννητο, κουβέρτες ή κάποιο ύφασμα». Κανόνας απαράβατος ήταν και το μάζεμα των πλυμένων ρούχων πριν το σούρουπο, για να μην μείνουν έξω από το σπίτι το βράδυ.
Φυλαχτά για την αποτροπή του «κακού» για τη λεχώνα και το μωρό της φτιάχνονταν και πάλι από γυναίκες συγγενείς της: μέσα σε ένα κόκκινο πανί (το κόκκινο χρώμα γιατί έχει τη συμβολική ιδιότητα της αποτροπής) έβαζαν μια σκελίδα σκόρδο, ένα παλιό νόμισμα, το δαχτυλίδι της λεχώνας, μια γαλάζια χάντρα και ένα κομμάτι ψωμί. Άλλες φορές ένα μιτάρι αργαλειού λειτουργούσε σαν φυλαχτό πλάι στο κεφάλι της λεχώνας, ενώ την ίδια ιδιότητα είχε τοποθετημένο στο σώμα της και το ζωνάρι του άντρα της.
Στα Αμπελάκια η λεχώνα την ημέρα που σαράντιζε θα πήγαινε στην εκκλησία και έπειτα θα επισκεπτόταν τρία σπίτια του χωριού, για να πάρει ευχές και συμβολικά δώρα: «της έδιναν βαμβάκι, για να γεράσει και να ασπρίσει το παιδί σαν το βαμβάκι, ένα αβγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα, και ένα σίδερο για γεροσύνη», για να έχει καλή υγεία εκείνη και το παιδί της. Στις σαράντα ημέρες στενοί συγγενείς της οικογένειας ήταν καλεσμένοι στα μπουγανίκια ή αλλιώς στο ψωμί της Παναγίας, στο εθιμικό φαγητό που ετοίμαζε η πεθερά της νύφης για τον σαραντισμό της λεχώνας. Εκεί ήταν καλεσμένη πάντα και η μπάμπω, η εμπειρική μαμή. Άλλωστε, το πρόσωπο της εμπειρικής μαμής ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με κύρος και εκδηλώσεις σεβασμού από όλη την κοινότητα.
Στην περίπτωση της Ίου χαρακτηριστική είναι η αφηγηματική γλαφυρότητα της μαμής του νησιού που έζησε τον περασμένο αιώνα, απόσπασμα από τη συνέντευξή της παρατίθεται αυτολεξεί «Έχω πιάσει πολλά παιδιά. Συνολικά εκατόν είκοσι πέντε. Και πρόωρα. Το 1938 έπιασα παιδί στο βουνό, χωρίς να ξέρω… Το ‘δεσα, το γύρισα, το ξανάδεσα, εκείνο ήτανε. Ένα χειμώνα έπιασα δεκαεφτά παιδιά. Έχω πιάσει τέσσερις φορές από δίδυμα, έχω γυναίκα πέντε φορές ξεγεννήσει. Έπαιρνα το κοιλοσκόπιο που άκουγα τα παιδιά, ένα ψαλίδι, τα σύνεργά μου και πήγαινα…. Είχα βγάλει το δημοτικό. Έρχεται στο σπίτι ο πατέρας μου, μου λέει μη μου ξαναπείς Μαρούσα ότι θα πας. Λέω τι να κάνω, για να μάθω, δεν είχαμε γιατρό εδώ. Δεν χάνω καιρό, κόβω ένα κομμάτι πανί, έτσι αφράτο, το κάνω τόπι. Κατεβαίνω στην παραλία, είχε βούρλα με μύτη σκληρή που αγκυλώνουν. Παίρνω ένα ψαλίδι και γέμισα την ποδιά μου. Και έρχομαι στο σπίτι και έβαζα στον αφρό του τοπιού, σαν να είχα τη σύριγγα. Μετά το γύρισα στα έτσι, πλάγια. Την πρώτη ένεση που έκανα την έκανα υποδόρια στο πόδι το δικό μου. Εκείνο ήτανε!... Έχω ξεγεννήσει μια γυναίκα δυο φορές και έπιασα δυο κορίτσια, και είχε και άλλα, και με φωνάξανε, πήγα την ξεγέννησα, πήγα το βράδυ να τήνε πλύνω να τήνε καθαρίσω και ήρθε ο άντρας της από την εξοχή. Λέω καλορίζικη η κόρη σου. Μου λέει, με γελάς. Και καλά μου έκανε αγόρι και του ‘λεγα εγώ κορίτσι. Βρε αμάν χριστιανέ μου! Μου λέει, ξετύλιξέ το! Και με έβαλε και ξετύλιξα το παιδί να πειστεί ότι όντως έκανε κορίτσι! Ήθελε αγόρι… Έχω πιάσει εγώ παιδί με παραπροσωπίδι, έχω πιάσει δυο-τρία παιδιά μ’ αυτό, έτσι το λέμε εδώ, τώρα η επιστήμη πως το λέει δεν ξέρω. …. το παιδάκι είχε μια μεμβράνη στο πρόσωπο, το πήρα, το έπλυνα και τους λέω αυτό είχε στο πρόσωπό του το παιδί, θα το πάρετε και θα το κάνετε ό,τι θέλετε. Πράγματι, το πήρανε και το πήγανε σαράντα μέρες στην εκκλησία και το κάνανε φυλαχτό, και άμα πας σε δικαστήριο, γλιτώνεις λένε άμα το έχεις αυτό απάνω σου. Εκείνο ζαρώνει-ζαρώνει και γίνεται ένα πραγματάκι μικρό, βάζουν και σταυρό από καλάμι μέσα στο φυλαχτό και φέρνει ευτυχία… Η λεχώνα ήταν σαράντα μέρες μέσα στο σπίτι της. Θελ’ να έρθει το σαρανταήμερο, να πάει στην εκκλησία, να της δώσει ο παπάς ευχή και να έρθει να είναι ελεύθερη. Όταν έβγαινε καμιά λεχώνα στο βουνό να πάει στην εξοχή της, λένε ότι όπου περνούσε η λεχώνα σαβάζανε τα βουνά (αναστενάζαν), επειδή δεν είχε σαραντίσει, αλλά πολλές φορές στην ανάγκη πήγαινε ο άντρας της την έβαζε πάνω στο ζώο με το παιδί, το καλοκαίρι, και πήγαιναν στην εξοχή για τις δουλειές τους. Ήτανε γερές γυναίκες τότε, σηκωμένες. Κάνανε τις δουλειές του σπιτιού, να μαγειρέψουν, να πλύνουνε. Ξεγέννησα μια γυναίκα εγώ κάποτε, πήγα το βράδυ την ξεγέννησα και πήγα το πρωί και τη βρήκα στη σκάφη και έπλενε τις ρουχοσίνες της… Ναι, είναι αληθινό αυτό που λένε, όσοι σταυροί θέλω έχω στις εκλογές, ανεβάζω και κατεβάζω δημάρχους. Όλες οι ηλικίες με ψηφίζουν όταν βγω στις εκλογές. Και κορίτσια, και παλικάρια, και γέροντες. Χατίρι του βασιλικού πίνει η γλάστρα το νερό. Το φωνάζουνε στα καφενεία, γέννησε η γυναίκα μου, αυτή ήρθε, αρρωστούμε, ότι παθαίνουμε αυτήνε βλέπουμε…Για αυτό θα πεθάνω και θα είμαι περήφανη, και ας μην είχα μισθό, και ας με αδικήσανε. Δεν πειράζει…».
Το άρθρο βασίζεται στη σχετική ομιλία και συμμετοχή της γραφούσης στο 13ο Πανελλήνιο Συνέδριο Μαιών – Μαιευτών που έλαβε χώρα στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβρη του 2014.