Γράφει ο Απόστολος Αποστόλου, καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας
«Πιστεύουμε ότι βλέπουμε στη φωτογραφία την αντανάκλαση του κόσμου μας αλλά η φωτογραφία αντίθετα (μια συγκεκριμένη φωτογραφία) ξορκίζει τον κόσμο μας μέσα από τη στιγμιαία μυθοπλασία της αναπαράστασής της.» (Nous croyons voir dans la photo le reflet de notre monde mais la photo bien au contraire (une certaine photo) exorcise notre monde par la fiction instantanée de sa représentation.) Ζαν Μπωντριγιάρ
Ο Ζαν Μπωντριγιάρ, ένα όνομα που αντηχεί βαθιά στη σφαίρα της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της πολιτιστικής θεωρίας, έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στο πώς αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο γύρω μας. Είναι γνωστός για τις προχωρημένες ιδέες του και τις κριτικές του στη σύγχρονη κοινωνία, οι οποίες έχουν πυροδοτήσει συζητήσεις, ακόμη και διαμάχες. Αλλά πέρα από τις φιλοσοφικές του σκέψεις, υπάρχει μια άλλη πτυχή του, η οποία είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και είναι η μοναδική του οπτική για τη φωτογραφία.
Γεννημένος το 1929 στη Ρεμς της Γαλλίας, ο Ζαν Μπωντριγιάρ κρίνεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς μεταμοντέρνους θεωρητικούς του 20ού αιώνα για να μην πούμε ο σημαντικότερος. Τα έργα του, χαρακτηρίζονται από έναν βαθύ σκεπτικισμό των συστημάτων, των δομών και των σημείων που συχνά εμβαθύνουν την περίπλοκη σχέση τους, μεταξύ πραγματικότητας και συμβόλων και κοινωνίας.
Οι εκτιμήσεις του Μπωντριγιάρ για εποχή του μεταμοντερνισμού που ζούμε χωρίς να θεωρηθεί υπερβολή αποτελούν μια πολύτιμη εργαλειοθήκη. Αμφισβήτησε τη συμβατική σοφία, αποδόμησε καθιερωμένους κανόνες και παρουσίασε έναν κόσμο όπου η διάκριση μεταξύ του «πραγματικού» και του «προσομοιωμένου» γίνεται όλο και πιο θολή. Οι θεωρίες του, ειδικά εκείνες που σχετίζονται με το «πραγματικό» και την «προσομείωση», είναι θεμελιώδεις αναφορικά με την κατανόηση της πολυπλοκότητας μιας κοινωνίας κορεσμένης από τα κοινωνικά ηλεκτρονικά δίκτυα.
Για τον Μπωντριγιάρ, η ενασχόληση (πρακτική και θεωρητική) με τη φωτογραφία δεν ήταν απλώς ένα χόμπι ήταν μια επέκταση των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Έβλεπε τη φωτογραφία ως μια «καθαρή προσομοίωση», ένα μέσο που, στην ουσία του, αποσπάται από τον πραγματικό κόσμο. Για εκείνον, οι φωτογραφικές εικόνες δεν ήταν απλές αναπαραστάσεις, ήταν απούσες πραγματικότητες. Μάλιστα θα μας πει ότι η φωτογραφία μεταφράζεται ουσιαστικά σε απουσία της πραγματικότητας και θα τονίσει εκείνο που έλεγε ο Μπόρχες «η πραγματικότητα είναι τόσο προφανής και τόσο εύκολα αποδεκτή γιατί ακριβώς δεν έχει τίποτα το πραγματικό». Η φωτογραφία αυτή καθ’ αυτή αποτελεί μια τέχνη η οποία ξεπερνά το εικονιζόμενο αντικείμενο έτσι όπως το αιχμαλωτίζει ή το παγώνει, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια στατική εικόνα. Και αυτό γιατί η λειτουργία της φωτογραφίας πρέπει να αγνοηθεί προς όφελος κάποιας ιδέας, μιας αισθητικής, μιας πολιτικής χρήσης, ενδεχομένως μιας ανάγκης, γιατί η φωτογραφία είναι σχεδόν καταδικασμένη να δημιουργεί συνδέσεις με εικόνες, παραστάσεις, αφηγήσεις. Οι περισσότερες εικόνες μιλούν, δηλαδή λένε ιστορίες πολλές και ο θόρυβος τους δεν μπορεί ποτέ να μειωθεί. Εξαφανίζουν τη σημασία των αντικειμένων και μαζί όλα τα αποδεικτικά τους στοιχεία πάνε ανιχνεύουν τις διάφλογες φωταύγειες του υπάρχοντας μέσα από την ευφρόσυνη υποψία.
Η προσέγγιση των θεμάτων που φωτογράφισε ο Μπωντριγιάρ ήταν ξεχωριστή. Δεν τον ενδιέφερε να συλλάβει την «ουσία» μιας στιγμής ή να απεικονίσει μια αντικειμενική πραγματικότητα, αντίθετα, οι φωτογραφίες του ήταν εξερευνήσεις των ιδεών που πρότεινε στα γραπτά του. Ήταν οπτικές ενσωματώσεις των θεωριών του, όπου η εικόνα γίνεται ένα προσομοιότυπο, χωρίς αρχική αναφορά, και όπου η διάκριση μεταξύ του πραγματικού και της αναπαράστασης γίνεται διφορούμενη.
Εξάλλου το ενδιαφέρον του Μπωντριγιάρ για τη φωτογραφία ήταν πολυδιάστατο. Ασχολήθηκε ενεργά με το μέσο, παράγοντας μια πληθώρα φωτογραφιών που αντανακλούσαν τη μοναδική του οπτική. Αυτές οι φωτογραφίες, συχνά χωρίς ανθρώπινα θέματα, αποτύπωναν την κοινοτοπία, τον παραλογισμό και μερικές φορές, τη σουρεαλιστική φύση των καθημερινών αντικειμένων και τοπίων. Ήταν, κατά μία έννοια, οπτικά σχόλια στον υπερπραγματικό κόσμο που τόσο συχνά ασκούσε κριτική στα κείμενά του.
Η φωτογραφία, παραδοσιακά ως τέχνη και μέσο, για κάποιους αποτελούσε μια αντανάκλαση της πραγματικότητας ή καλύτερα και σωστότερα, ήταν το βελούδινο άγγιγμα της εξέλιξης μιας πράξης. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή η πραγματικότητα αμφισβητείται, αποδομείται και επαναπροσδιορίζεται; Ο Ρολάν Μπάρτ έβλεπε να υπάρχει στη φωτογραφία μια «επιστροφή του θανάτου». Ήταν ο θάνατος της στιγμής. Το πάγωμα που ασκεί ο φακός. Επίσης ο φιλόσοφος Ρολάν Μπάρτ υποστήριξε ότι η φωτογραφία συνδέεται με το θάνατο, αλλά και ως αυθεντικότητα και ικανότητα που έχει η φωτογραφία μέσα από την εικόνα να «τραυματίζει» τους θεατές. Οι καλύτερες φωτογραφίες πάντα είναι ικανές που πληγώσουν τον θεατή, ως ένας μετεωρισμός ανάμεσα στην υποψία του βλέμματος και στην παραγματικότητα.
Ο πολιτιστικός ανθρωπολόγος Έρνεστ Μπέκερ έγραφε: «Σκέφτεται πολύ τη σχέση της φωτογραφίας με τον θάνατο. Συνδέω τις φωτογραφίες με τον θάνατο αρκετά συχνά. Έχω πολλά φαρμακευτικά και τελετουργικά φυτά που έχω φωτογραφίσει για τη δουλειά μου. Πολλά από εκείνα αποτελούν πολύ ωραίες εικόνες. Είναι όμορφα και με εντυπωσιάζουν τα βλέπω και τα φωτογραφίζω. Ωστόσο, σε λίγο θα μένει μόνο η φωτογραφία τους. Η φωτογραφία θα τα διατηρεί στη μνήμη μου και θα διατηρεί επίσης και τις στιγμές που τα κοιτούσα με θαυμασμό. Η Σούζαν Σόνρτακ στο «On Photography», θα ταυτιστεί με την άποψη του Ρολάν Μπάρτ περί εικόνας και θανάτου ή τουλάχιστον θα εκφράσει παρόμοιες θέσεις. Ο θάνατος και η φωτογραφία για εκείνη αποτελούν δίδυμα αδέλφια και όπως μας λέει: «Η φωτογραφία αποτελεί ένα momento mori.»
Η φωτογραφία καταγράφει τη στιγμή. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως κλέφτη στιγμών, γι’ αυτό διαθέτει μια αμεριμνησία ως προς το χρόνο και παράλληλα εισάγει «μια μικροεμπειρία θανάτου» (Σούζαν Σόντακ). Κάποιος φωτογραφίζεται για να δώσει ένα στίγμα ζωής, ότι έζησε. Ωστόσο το άτομο στη φωτογραφία δεν ανήκει πλέον στον εαυτό του, γίνεται ένα φωτογραφικό αντικείμενο όπου η κοινωνία είναι ελεύθερη να το διαβάσει, να το ερμηνεύσει και να το τοποθετήσει κάπου σύμφωνα με τη θέλησή της. (Μπωντριγιάρ). Αυτός είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να εξηγήσει κανείς πως λειτουργεί η φωτογραφία στην αντικειμενικοποίηση της, αλλά η φωτογραφία είναι σαφώς κάτι περισσότερο.(Μπωντριγιάρ)
Άραγε απαθανατίζουμε με τη φωτογραφία ή μήπως επιθανατίζουμε; Όπως έγραφε ο Νίκος Κολοβός. Δηλαδή αποδίδουμε μέσω της φωτογραφίας έναν κόσμο αντικειμενικό ή τον προσομοιωμένο κόσμο μας; Ο Ίταλο Καλβίνο στο διήγημα του «Η περιπέτεια ενός φωτογράφου», περιγράφει την φωτογραφία ως μια απουσία. Ο ήρωας του φωτογράφιζε την απουσία της αγαπημένης του και πιο συγκεκριμένα το κενό που άφησε πίσω της. Όμως το κενό είναι το πιο πλήρες, ή αλλιώς το κενό είναι η μορφογένεση του πλήρους. Το κενό και το πλήρες κατ’ ουσία αποτελούν διαχείριση του χώρου, άρα και του ματιού αλλά και του φωτογραφικού φακού γιατί μάτι και φακός αποτελούν παράγοντες διευθέτησης της φωτογραφικής εικόνας.
Για τον Μπωντριγιάρ, το φωτογραφικό φως δεν είναι ούτε «ρεαλιστικό» ούτε «φυσικό». Αλλά δεν είναι επίσης ούτε τεχνητό. Μάλλον, αυτό το φως είναι η ίδια η φαντασία της εικόνας. Η οποία δεν πηγάζει από μία μόνο πηγή, αλλά από δύο διαφορετικές, πηγές: το αντικείμενο και το βλέμμα. «Η εικόνα βρίσκεται στη διασταύρωση ενός φωτός που προέρχεται από το αντικείμενο και ενός άλλου που προέρχεται από το βλέμμα» (Πλάτων). Αυτή η ωμή φαινομενολογία της φωτογραφικής εικόνας μοιάζει λίγο με την αρνητική θεολογία. Και για την ακρίβεια θυμίζει την «αποφατική θεολογία», όπως συνηθίζαμε να αποκαλούμε την πρακτική της απόδειξης της ύπαρξης του Θεού εστιάζοντας σε αυτό που δεν είναι ο Θεός παρά σε αυτό που είναι. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γνώση μας για τον κόσμο και τα αντικείμενά του. Η ιδέα αποτελεί μια αποκαλυπτική γνώση στο κενό, εξ ορισμού θα λέγαμε είναι (en creux) και όχι σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση (σε κάθε περίπτωση αδύνατη). Στη φωτογραφία, είναι η γραφή του φωτός που χρησιμεύει ως μέσο για αυτήν την διαγραφή νοήματος και αυτή την οιονεί πειραματική αποκάλυψη. (Ας μη ξεχνάμε ότι η γλώσσα είναι που λειτουργεί ως το συμβολικό φίλτρο της σκέψης).
Εκτός από μια τέτοια αποφατική προσέγγιση των πραγμάτων (τα οποία υπάρχουν μέσα από το κενό τους), η φωτογραφία είναι επίσης ένα δράμα, μια δραματική κίνηση στη δράση (passage a l'acte), που είναι ένας τρόπος να αρπάζεις τον κόσμο «και να τον βγάζεις έξω». Η φωτογραφία ξορκίζει τον κόσμο μέσα από τη στιγμιαία μυθοπλασία της αναπαράστασής της (όχι με την απευθείας αναπαράστασή της -να πούμε ότι η αναπαράσταση είναι πάντα ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα). (Μπωντριγιάρ). Η φωτογραφική εικόνα δεν είναι αναπαράσταση, είναι μυθοπλασία. Μέσω της φωτογραφίας, είναι ίσως ο ίδιος ο κόσμος που αρχίζει να δρα (qui passe a l'acte) και να επιβάλλει την αφήγηση της μυθοπλασίας του. Η φωτογραφία φέρνει τον κόσμο σε δράση (αποτελεί την πράξη του κόσμου) και ο κόσμος μπαίνει στη φωτογραφική πράξη (αυτή είναι η λειτουργία της φωτογραφίας). Αυτό δημιουργεί μια υλική συνενοχή μεταξύ μας και του κόσμου, αφού ο κόσμος δεν είναι ποτέ τίποτα περισσότερο από μια συνεχής κίνηση προς δράση (μια συνεχής δράση).(Μπωντριγιάρ).
Επιπλέον η προσέγγιση του Μπωντριγιάρ στη φωτογραφία είναι βαθιά ριζωμένη στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις του. Έβλεπε τη φωτογραφία όχι ως μια απλή αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά ως μια «καθαρή προσομοίωση». Κατά την άποψή του, μια φωτογραφία δεν αποτυπώνει το «πραγματικό» αλλά δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα. Αυτή η ιδέα είναι στενά συνδεδεμένη με την αντίληψή του για τη «γραφή του φωτός». Για τον Μπωντριγιάρ, η φωτογραφία είναι η τέχνη του χειρισμού του φωτός και η δημιουργία εικόνων που είναι αποκομμένες από την αρχική τους αναφορά, ή καλύτερα από το βασίλειο τους.
Σε έναν κόσμο όμως ο οποίος κυριαρχείται από τα μέσα ηλεκτρονικής δικτύωσης και την τεχνολογία, ο Μπωντριγιάρ υποστηρίζει ότι η πραγματικότητά μας έχει αντικατασταθεί από ένα σύνολο σημείων και συμβόλων, οδηγώντας μας σε μια υπερπραγματικότητα, εκεί όπου η αναπαράσταση γίνεται πιο πραγματική από την ίδια την πραγματικότητα. Και το ερώτημα είναι, μήπως τελικά η φωτογραφία αποτελεί μια προσομοίωση; Σύμφωνα με την άποψη του Μπωντριγιάρ, η φωτογραφία αποτελεί μια στρατηγική προσομοίωσης. Και αυτό γιατί μια φωτογραφία, αντί να είναι μια αντανάκλαση της πραγματικότητας, γίνεται πραγματικότητα από μόνη της, γίνεται ένα προσομοιότυπο που καλύπτει την απουσία μιας βαθιάς πραγματικότητας.
Απόστολος Αποστόλου. Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας
*Οι φωτογραφίες του άρθρου αποτελούν φωτογραφίες του Ζαν Μπωντριγιάρ