«Η προσφορά κι η μνήμη» φόρος τιμής στον Κώστα Κροντηρά

Το καλλιτεχνικό απόσταγμα του ΚΩΣΤΑ ΚΡΟΝΤΗΡΑ μέσα από τα μάτια ενός νέου... Ο Ντένης Ζαχαρόπουλος περιγράφει τον Κώστα Κροντηρά όπως τον γνώρισε, ΠΡΌΣΩΠΟ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟ, ΗΧΗΡΗ ανάμνηση από τα νεανικά του χρόνια:

Ντένης Ζαχαρόπουλος, ιστορικός και κριτικός της τέχνης Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Πινακοθήκης, Μουσείων και Συλλογών του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).

Δεν ξέρω αν είναι ενδιαφέρον να καταθέσω σχετικά με τον Κώστα Κροντηρά, παιδικές κι εφηβικές μνήμες, όπως τον γνώρισα μέσα από την οικογένειά μου και το θέατρο, όσο προσωπική μπορεί να είναι η σχέση ενός παιδιού με έναν σπουδαίο άνθρωπο. Πάντως το πρώτο που με εντυπωσίαζε έντονα, ήταν ο μεγάλος σεβασμός που έχαιρε από όλους γύρω του, όπως ερχόταν με το αυστηρό του βλέμμα και συγχρόνως, με την ευγένεια και το χαμόγελο που γλύκαιναν πάντα την σοβαρότητα που έμοιαζε να του υποβάλλει η αίσθηση της ευθύνης για το ρόλο του ως σκηνοθέτη παρά η μειλίχια προσωπικότητά του. Λίγα πράγματα μπορώ να πω, αλλά όχι χωρίς ένα κάποιο ενδιαφέρον. Θυμάμαι παιδί, τις πρόβες που συχνά γινόντουσαν σπίτι, όταν μελετούσαν κάποιο έργο που ανέβαζε ο Κροντηράς στις περιβόητες ραδιοφωνικές μεταφορές από τη σκηνή στα ερτζιανά κύματα.

Θυμάμαι πόσο προσεκτικά καθόντουσαν όλοι, σημαντικοί ηθοποιοί, που σφράγισαν την ιστορία του θεάτρου και που στη σκηνή ήταν συχνά ατίθασοι κι οι πρόβες ήταν όλο φωνές και διενέξεις ενώ με τον Κροντηρά, γύρω από το τραπέζι, διάβαζαν συγκεντρωμένοι το ρόλο τους, ο ένας μετά τον άλλο, επαναλαμβάνοντας συχνά τις φράσεις κι αλλάζοντας με διαφορετικές χρείες της φωνής, τους τονισμούς, την ένταση των φράσεων, τις «ανάσες» όπως νομίζω ότι τις έλεγαν. Θύμιζαν περισσότερο μια ορχήστρα δωματίου από ότι ένα θίασο. Ακολουθούσαν ένα ρυθμό που έδινε την αίσθηση του χώρου, κι ο Κροντηράς, χωρίς να μιλά πολύ, οδηγούσε σα μαέστρος τη ροή του ήχου και τις ποιότητες της φωνής. Θυμάμαι όταν ακούγαμε τις ηχογραφήσεις που είχαν γίνει στο στούντιο, στις ραδιοφωνικές αναμεταδώσεις, οικογενειακώς καθήμενοι όλοι γύρω από το μεγάλο ραδιόφωνο του σπιτιού κι αργότερα, με το τρανζιστοράκι μου κάτω από το μαξιλάρι του κρεβατιού μου, πως ανακάλυπτα μια σκηνή που μου αποκαλύπτονταν μέσα στο μυαλό μου σαν όνειρο, Όλη η επιμέλεια της ηχητικής επένδυσης είτε με μουσική, είτε πιο συχνά με ήχους που υπέβαλλαν την αίσθηση του χώρου, θορύβους, βήματα, κι ότι εφέ μπορούσαν να κάνουν ή και να εφεύρουν οι τεχνικοί του ραδιοφώνου ήταν μια άλλη όψη του λόγου. Αυτή την όψη του λόγου μέσα στο χώρο, ως ήχο, διηύθυνε ο Κροντηράς, πάλι σα μαέστρος όπερας, σε άλλες πρόβες, στο στούντιο.

Σκέφτομαι τώρα λοιπόν, διαβάζοντας κάποια στοιχεία της βιογραφίας του, πως ο πολύ σοβαρός κύριος Κροντηράς, που γνώρισα δίπλα σε εξ ίσου σοβαρές προσωπικότητες του θεάτρου και των γραμμάτων, όπως ο Λέων Κουκούλας, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Νότης Περγιάλης, ο Άγγελος Τερζάκης, κ.α., δεν ήταν τυχαίο πως ασχολήθηκε συστηματικά στα νεανικά του χρόνια με το μουσικό θέατρο και την επιθεώρηση. Όσο κι αν στην αρχή αυτή η πληροφορία με ξένισε, γιατί η σοβαρότητά του κι ο κύκλος του στο θέατρο δεν είχαν σχέση με τον κόσμο της επιθεώρησης -- που είχε αλλάξει ριζικά, από τα τα προπολεμικά χρόνια, αν σκεφτεί κανείς πως η Κοτοπούλη κι η Παπαδάκη έπαιξαν επιθεώρηση—μου φαίνεται όμως προφανές πως η σχέση ήχου και χώρου, λόγου και κίνησης, εκφοράς του λόγους και αντήχησης του χώρου, ήταν σίγουρα σχολείο που του έδωσε εργαλεία για τις μετέπειτα ραδιοφωνικές του διασκευές κλασικού και σύγχρονου θεάτρου.

Δεν ξέρω κανέναν σχεδόν της γενιάς μου που να μην μεγάλωσε με τις διάφορες ραδιοφωνικές εκπομπές του θεάτρου. Όλο το κλασικό ρεπερτόριο, όλες οι τραγωδίες και κωμωδίες, όλα τα δράματα και τα σύγχρονα έργα, ελληνικά και ξένα, από τα πιο δύσκολα μέχρι τα πιο ελαφρά παιζόταν συστηματικά στις θεατρικές εκπομπές την Κυριακή μεσημέρι, τα βράδια της Δευτέρας και της Τετάρτης, κάθε φορά σε διαφορετικές παραγωγές με πρώτο πάντα και ιδρυτή του ραδιοφωνικού θεάτρου, Κώστα Κροντηρά. Κι όταν τον βλέπαμε με την Αντιγόνη Μεταξά, δε φανταζόμασταν τότε, παιδιά ακόμα, πως από τα πρώτα τραγουδάκια και λόγια που αρθρώσαμε δειλά, μέχρι τα πιο σύνθετα και συγκλονιστικά έργα μεγάλων συγγραφέων σε παραστάσεις με κορυφαίους ηθοποιούς που δε θα μπορούσαμε να δούμε στη σκηνή, τα ακούσαμε σε όλο το φάσμα της γλώσσας και της ευαισθησίας, χάρη στο ζεύγος Κροντηρά-Μεταξά. Ανάμεσα στους δυο πλάσαμε τη σχέση μας με τη γλώσσα και με την εκφορά του λόγου, με τον ήχο και την αντήχηση του χώρου, με την συγκίνηση της φωνής και με την αντίληψη των κειμένων.

Κι όλα αυτά προφανώς, σε εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και το θέατρο ήταν προνόμιο των λίγων ακόμα Αθηναίων. Κάποιοι μπορούσαν γιατί την τιμή των εισιτηρίων, αλλά σε μεγάλο βαθμό, όλοι μπορούσαμε για την τιμή των όπλων αυτού που έπρεπε να φτάσει απρόσκοπτα και στον απλούστερο πολίτη, τον πολιτισμό. Το όραμα μιας υψηλής παιδείας για το λαό και για τον άνθρωπο σμίλεψε το έργο και τις συνειδήσεις αυτών των ανθρώπων, κι ελπίζω να αντέξει στις καταιγίδες που μαίνονται επάνω του καθώς και τα όπλα που βάλλουν τον πολιτισμό καθημερινά ανά τον κόσμο. Οι φωνές από τις ηχογραφήσεις του Κροντηρά θα αντηχούν πάντα στ' αυτιά όσων τις άκουσαν – κι ευτυχώς υπάρχουν ηχογραφήσεις στα αρχεία του ραδιοφώνου για τις επόμενες γενιές— κι αποτελούν υποθήκες για ένα καλύτερο κόσμο κι ένα υψηλό λειτούργημα που είναι το θέατρο και η δημόσια παιδεία, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ. Ας πούμε λοιπόν, για τους σπάνιους αυτούς ανθρώπους και το έργο τους, σαν τον Κροντηρά, αυτό που λέει κι ο Σεφέρης : «Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξανάβρει τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά , τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες διδασκαλίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά.»

Ντένης Ζαχαρόπουλος

Pin It