Πολιτιστικοί οικονομικοί οργανισμοί

Οι πολιτιστικοί οικονομικοί οργανισμοί χαρακτηρίζονται από πολυμορφία και διαμορφώνονται στη βάση διαφορετικών σκοπών και χαρακτηριστικών

 

  Εκείνο που τους διαφοροποιεί από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι ο μη-κερδοσκοπικός τους χαρακτήρας καθώς οι αξίες που καθορίζουν τις δραστηριότητές τους δεν έχουν ως κεντρικό γνώμονα το κέρδος. Αν και είναι δυνατό να αποφέρουν κέρδη, στο πλαίσιο ενός πετυχημένου μάρκετινγκ, οι βασικοί τους στόχοι αφορούν – εκτός από την εξυπηρέτηση πολιτιστικών αναγκών και την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο- στην εύρυθμη εσωτερική λειτουργία, στη διασφάλιση της ποιότητας του τελικού προϊόντος/υπηρεσίας, στην αντιμετώπιση των ανταγωνιστών και στη σωστή διαχείριση των οικονομικών μεγεθών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης μέσω της απαραίτητης εξειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας των οικονομικών διαχειριστών τους.

  Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί όχι μόνο πρόκληση αλλά αναγκαιότητα για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή των πολιτιστικών οικονομικών μονάδων -σε συνθήκες οικονομικά δυσχερής και διαρκώς μεταβαλλόμενες- η υιοθέτηση αρχών διοίκησης που ισχύουν σε κερδοσκοπικούς οργανισμούς, η αξιολόγηση των στόχων τους με βάση και τις οικονομικές παραμέτρους απόδοσης και η στροφή τους προς νέες, εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, μακριά από τον εφησυχασμό και την επανάπαυση των ολοένα και μειούμενων κρατικών επιχορηγήσεων.

  Στους πολιτιστικούς οικονομικούς οργανισμούς η διαδικασία χρηματοδότησης και εξεύρεσης των αναγκαίων πόρων/κεφαλαίων γίνεται, όπως σε όλους τους μη κερδοσκοπικούς φορείς, με γνώμονα την επίτευξη της βιωσιμότητας και την ανάπτυξή τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι πηγές χρηματοδότησης θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δύο κύριες κατηγορίες: (α) την αυτοχρηματοδότηση που προέρχεται από προσωπικά και ίδια κεφάλαια και (β) την ξένη χρηματοδότηση, που προέρχεται από δημόσιες επενδύσεις, επιχορηγήσεις, δανεισμό (Κορρέ-Γλύτση, 2002).

  Οι οικονομικοί διαχειριστές που ασχολούνται με θέματα χρηματοδότησης και εξεύρεσης οικονομικών πόρων οφείλουν να έχουν εναλλακτικά επενδυτικά σενάρια προκειμένου να συνεχίσουν να είναι βιώσιμες, να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους και να συνεχίσουν τα επενδυτικά και αναπτυξιακά προγράμματά τους.
Οι κυριότερες μορφές για εναλλακτικών επενδύσεων αφορούν:
1) Την εκμίσθωση (Leasing): πρόκειται για ένα μηχανισμό που εισήχθη στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες και εξασφαλίζοντας τη γρήγορη πραγματοποίηση επενδύσεων σε πάγιο και μηχανολογικό εξοπλισμό δίχως να απαιτείται μεγάλη και άμεση εκροή κεφαλαίων από τον οικονομικό οργανισμό.
2) Το Factoring και το Forfaiting: αφορά τη χρηματοδότηση των απαιτήσεων ενός πωλητή αγαθών/υπηρεσιών από τον Factor ο οποίος έχοντας καλύτερη και μεγαλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες της αγοράς έχε τη δυνατότητα να διερευνήσει και να αξιολογήσει τη φερεγγυότητα του αγοραστή.
3) Το Venture-Capital: αναφέρεται σε τρόπο επένδυσης σε μικρές επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν σχετικά πρόσφατα ή μεγαλύτερες που είναι σε ένα ώριμο στάδιο. Ενέχει μεγάλο ρίσκο και αφορά ιδίως υπό-κλάδους της τεχνολογίας.
4) Τους επενδυτικούς νόμους και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων: η τελευταία υπήρξε επί δεκαετίες ο αποκλειστικός οικονομικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είχε καίριο ρόλο στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων που αφορά τη χορήγηση μακροπρόθεσμων εγγυήσεων για τη χρηματοδότηση διευρωπαϊκών δικτύων και επενδύσεων μικρομεσαίων οικονομικών οργανισμών.

  Εναλλακτική μορφή άντλησης πόρων χρηματοδότηση με ιδιαίτερη σημασία τα τελευταία χρόνια είναι η χορηγία: ορίζεται ως η καταβολή χρημάτων ή παροχή προϊόντων ή υπηρεσιών από μία επιχείρηση σε ένα πολιτιστικό, κοινωνικό ή άλλο φορέα με σκοπό την προβολή του εταιρικού της ονόματος, των προϊόντων ή των υπηρεσιών της.

  Ένας από τους πρώτους επιστήμονες που προσπάθησε να δώσει τον ορισμό της χορηγίας ήταν ο Meenagham το 1983 ορίζοντάς την ως «... βοήθεια, οικονομική ή μη, από μια εταιρεία που θέλει να πετύχει τους εμπορικούς της στόχους». Οι Meryl, Gardner, και Shuman (1987) έδωσαν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της χορηγίας ως «…η επένδυση σε ένα γεγονός ή σε ένα σκοπό, έτσι ώστε να εκπληρωθούν οι εταιρικοί στόχοι ή οι στόχοι του Μάρκετινγκ».

  Η επιχορήγηση και δανειοδότηση από το κράτος είναι αλληλένδετη με κριτήρια όπως η κοινωνική πολιτική, η περιφερειακή πολιτιστική διάσταση και η οικονομική, θεσμική και πολιτιστική αναβάθμιση. Πέραν του κράτους, ως προς την επιχορήγηση μια εναλλακτική πηγή εξεύρεσης πόρων αποτελεί η πρακτική εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, στρατηγική που όχι μόνο απαλλάσσει από φόρους τον επιχειρηματία αλλά προβάλλει και για την επιχείρησή του ένα κοινωνικό προφίλ καθώς ενσωματώνει στις δράσεις του κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες που εκφράζονται με πρακτικές που συμβάλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη, την κοινωνική αλληλεγγύη και τη διασφάλιση σχέσεων εμπιστοσύνης με την τοπική ή/και ευρύτερη κοινωνία.

  Οι έννοιες και οι αρχές της συγκεκριμένης πρακτικής σηματοδοτούν μια νέα αντίληψη που διέπει το όραμα, τις αξίες και τις αρχές λειτουργίας της επιχείρησης η οποία επιδιώκει τον αποτελεσματικό συνδυασμό της οικονομικής απόδοσης και ανάπτυξής της με τη συνεισφορά της στο κοινωνικό σύνολο.

  Μια σημαντική έμμεση πηγή εξεύρεσης χρημάτων για την προώθηση, διάδοση και διάσωση του πολιτισμού μέσα από τη διοργάνωση αντίστοιχων εκδηλώσεων αφορά το θεσμό του fundraising (έρανος). Τέλος, μια έμμεση και εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης με σημαντική παρουσία τις τελευταίες δεκαετίες αφορά τον εθελοντισμό 1, την ηθελημένη πράξη για κάποιο κοινωφελή σκοπό χωρίς υλικό ή άλλο αντάλλαγμα όπου σύλλογοι, ιδρύματα, ομάδες και μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν αναλάβει δράση σε πεδία όπως αυτό του πολιτισμού.

[1]              Σε διαφημιστικό σποτ της Γ.Γ. Νέας Γενιάς για το «Ευρωπαϊκό Έτος Εθελοντισμού» (2011) αναφέρει για τον Εθελοντισμό ότι είναι: «Η με υψηλό αίσθημα ευθύνης και ανιδιοτελή χαρακτήρα προσφορά έργου ή υπηρεσίας που αναλαμβάνει το άτομο μεμονωμένα ή σε ομάδα, με ελεύθερη βούληση, χωρίς την προσδοκία ή απαίτηση υλικού ή άλλου είδους ανταλλάγματος, με σκοπό τη βοήθεια προς το συνάνθρωπο και την κοινωνία ευρύτερα».

  Λόγω των ιδιαιτεροτήτων που συνθέτουν τη φυσιογνωμία των παραπάνω οργανισμών και έχουν να κάνουν με την πολυμορφία τους και το γεγονός πως το κέρδος δεν είναι ο αρχικός σκοπός τους, η αξιοποίηση των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας αποτελεί πρόκληση και ζητούμενο για την ενίσχυση της επικοινωνιακής στρατηγικής τους. Ειδικότερα για το χώρο των μουσείων η χρήση των νέων τεχνολογιών καλείται να συμβάλλει στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου επικοινωνιακού σχεδιασμού, με στόχο την προώθηση των δράσεων του και τη βελτίωση των αγαθών και υπηρεσιών του (Ρούσσου, 2006). Επιπλέον, με το συνδυασμό κειμένων, κινούμενης και στατικής εικόνας, κινουμένων σχεδίων, συνθετικής εικόνας και ήχου, μέσω των οποίων δίνεται η δυνατότητα ταυτόχρονης παρουσίασης πολλών μορφών πληροφορίας.

  Η Αθανασοπούλου (2003) επισημαίνει πως οι νέες τεχνολογίες αξιοποιούνται στα μουσεία κατά κύριο λόγο για την i) έρευνα, επιμέλεια, διαχείριση και παροχή πρόσβασης του κοινού στις συλλογές ii) καταγραφή, διατήρηση και διαχείριση των αρχείων του μουσείου και την iii) προβολή του μουσείου και ανάπτυξη της διαμουσειακής επικοινωνίας.

  Στον αντίποδα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου γίνεται τυφλή υιοθέτηση και τεχνολογικών εφαρμογών από τα μουσεία, δίχως την εξέταση αν όντως τα νέα ψηφιακά εργαλεία υπηρετούν ικανοποιητικά τους σκοπούς του οργανισμού τους μόνο και μόνο . για να υποδηλώσουν οι πολιτισμικοί οργανισμοί ότι είναι μοντέρνοι και ανοιχτοί στις νέες επιταγές της κοινωνίας, αλλά -σύμφωνα με την Οικονόμου (2004)- σε αυτήν τους την προσπάθεια κάποιες φορές ξεχνούν το πιο σημαντικό, τις ανάγκες των επισκεπτών τους.

  Επιπλέον, καμία πολυμεσική εφαρμογή ή άλλη ψηφιακή τεχνολογία, όσο πλούσια και ενδιαφέρουσα και αν είναι, δεν μπορεί να προσφέρει μία ολοκληρωμένη πρόταση επικοινωνίας, αν δεν εφαρμοστεί σε μία ήδη ξεκάθαρη επικοινωνιακή στρατηγική, ως ερμηνευτικό, επικοινωνιακό μέσο (Μπούνια, 2004).

  Μια πρόκληση ως προς τη χρήση των τεχνολογικών επιτευγμάτων στα μουσεία αφορά το κοινό στο οποίο απευθύνονται: είναι πολύ ευρύ, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, γνώσεις κι ενδιαφέροντα, σε μεγάλο ποσοστό ανομοιογενές και καλύπτοντας μεγάλο ηλικιακό φάσμα ακόμη και αν οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι συνήθως οι επισκέπτες των μουσείων έχουν υψηλή μόρφωση (Bourdieu et al, 1969, Merriman, 1991, Falk, 1998 στο Οικονόμου 2004). Σε αυτή την παρατήρηση, πειραματικές εφαρμογές καταδεικνύουν πως χρήση των νέων τεχνολογιών στα μουσεία απαντά στις ιδιαίτερες ανάγκες διαφορετικών ομάδων κοινού αφού οι επισκέπτες μπορούν από τις διαθέσιμες εφαρμογές να λαμβάνουν εκείνες τις πληροφορίες που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά τους.

  Η ολοένα αυξανόμενη χρήση του διαδικτύου διεθνώς, σαν ένα περιβάλλον αμφίδρομης επικοινωνίας με το κοινό, προσφέρει νέες δυνατότητες προβολής και προσέλκυσης νέων επισκεπτών για τα μουσεία, δημιουργώντας ένα περιβάλλον μουσειακής επικοινωνίας που ονομάζεται «εικονικό» μουσείο (virtual museum) ή «κυβερνομουσείο» (cyber museum). Το διαδίκτυο παρέχει κατά αυτό τον τρόπο ένα ξεχωριστό μέσο ολοκληρωμένης πολιτιστικής επικοινωνίας που προσφέρει τη δυνατότητα αξιοποίησης (με εύχρηστο και λειτουργικό τρόπο) ενός συνόλου υπηρεσιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, συνδέοντας πληροφοριακούς πόρους, ανθρώπους και υπηρεσίες σε ολόκληρο τον κόσμο (Αθανασοπούλου, 2003).

  Το πιο μεγάλο πλεονέκτημα που προσφέρει η εφαρμογή των νέων μέσων τεχνολογίας είναι η εύκολη και άμεση πρόσβαση ακόμη και για άτομα που δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να έχουν φυσική παρουσία στους πολιτιστικούς χώρους. Επιπλέον, οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων καταργούν τη χειρόγραφη οργάνωση της πληροφορίας, δίνοντας επιπλέον τη δυνατότητα πρόσβασης στην πληροφορία από διαφορετικές οδούς, σύνδεσης των πληροφοριών μεταξύ τους, ταχύτατης επεξεργασίας των δεδομένων, πρόσβασης στην πληροφορία από διάφορους χρήστες και για διαφορετικές χρήσεις (Σταγώνη, 2004). Βασική προϋπόθεση για τη χρήση των πολυμέσων είναι η κατάλληλη εκπαίδευση του κοινού -να είναι δηλαδή ψηφιακώς εγγράμματο- και η ύπαρξη των απαιτούμενων οικονομικών πόρων, για την παροχή πρόσβασης του κοινού στην τεχνολογία αυτή.

 

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Αθανασοπούλου Α., (2003), « Ευαισθητοποίηση και Συμμετοχή του Κοινού», στο Πολιτιστική Επικοινωνία, Μέσα Επικοινωνίας, Τόμος Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα.

Αυδίκος Β (2014) Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα.

Βουδούρη ∆., (2003), Κράτος και Μουσεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα.

Γ΄ Διεθνές Συνέδριο Μουσειολογίας, Ετήσια Συνάντηση AVICOM-ICOM, (2006), «Τα οπτικοακουστικά μέσα ως πολιτιστική κληρονομιά και η χρήση τους στα μουσεία», Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη.

Γλύτση Ε., (2002), «Οι Διαστάσεις των Πολιτιστικών Φαινομένων» στο Πολιτισμός και Εκπαίδευση, Τόμος Γ’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.

Καλαϊτζιδάκης Π., Καλυβίτης Σ., (2008), Οικονομική Μεγέθυνση, Θεωρία και Πολιτική, Κριτική, Αθήνα.

Κορρές Γ, Δρακόπουλος Σ., (1999), «Χρηματοοικονομική ανάλυση και διοίκηση παραγωγής», Εκδόσεις Έλλην, Αθήνα.

Κορρές Γ., (2002), «Οικονομία του πολιτισμού», Τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα.

Κορρές Γ., Γλύτση Ε., (2002), «Πόροι», Τόμος Β, ΕΑΠ, Πάτρα

Κάστορας Στ., (2002), «Αρχές και Μέθοδοι Επικοινωνίας», Τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα.

Kotler, N., Kotler Ph. & Kotler W,(2008), «Δημιουργώντας νέους επισκέπτες και επιτυγχάνοντας οικονομική βιωσιμότητα στην εποχή του μάρκετινγκ των μουσείων», Περιοδικό Τετράδια Μουσειολογίας, τχ. 5.

Κουτούζης, Μ. (1999), Γενικές Αρχές Μάνατζμεντ, Τόμος Α, Πάτρα: ΕΑΠ.

Μούλιου, Μ., (2005), «Μουσεία: Πεδία για την Κατανόηση του Κόσμου», Περιοδικό Τετράδια Μουσειολογίας, τευχ. 2.

Μουσούρη, Θ., (1999), «Μουσεία για Όλους; Προγράμματα Προσέγγισης στο Διεθνή Χώρο», Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, τευχ.73.

Μπαντιμαρούδης, Φ., (2011), Πολιτιστική Επικοινωνία: Οργανισμοί, Θεωρίες, Μέσα, Κριτική, Αθήνα.

Οικονόμου Ανδρ., (2004), «Ανθρωπολογική έρευνα και εθνογραφικά μουσεία: παραδείγματα από τον ελληνικό χώρο», στο Μουσείο, επικοινωνία και νέες τεχνολογίες – Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Μουσειολογίας, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη.

Πετρώφ, Τζωρτζάκης, & Τζωρτζάκη (2002) Μάρκετινγκ Μάνατζμεντ: η ελληνική προσέγγιση: Αρχές, στρατηγικές, εφαρμογές: Ίντερνετ Μάρκετινγκ, Προσωπικό Μάρκετινγκ, Rosili.

Σταγώνη Βασιλική, (2004), «Ηλεκτρονική καταγραφή μουσειακών αντικειμένων», Περιοδικό Τετράδια Μουσειολογίας, τευχ.1,σελ.29-34.

Συλλογικός Τόμος (1991), Το Μήνυμα του Μέσου: Έκρηξη της Μαζικής Επικοινωνίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα.

Φραγκούλη, Δ., (2018) “Πολιτιστικοί οικονομικοί οργανισμοί και μορφές χρηματοδότησης: το παράδειγμα του Εθνολογικού και Λαογραφικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης”, ΔΠΜ 60, Ε.Α.Π., Πάτρα.

Χαμπούρη-Ιωαννίδου Αικ., (2003), «Στρατηγική Διαχείρισης των Πολιτιστικών Ιδρυμάτων» στο Βινιεράτου Μ. (και συν.) Συλλογικός Τόμος Πολιτιστικής Πολιτική και Διοίκηση: Πολιτιστική Διαχείριση, ΕΑΠ, Πάτρα.

Χατζηνικολάου Τ., (2004), Ενημερωτικό Δελτίο του Ελληνικού Τμήματος του ICOM, 2.

Ψύλλα Μ.,
- (1991), Η Επικοινωνία σαν Κοινωνική Διεργασία, Επιστημονική Επετηρίδα της Χαροκόπειου Ανωτάτης Σχολής Οικιακή Οικονομίας, Αθήνα.
- (1992), «Η Επικοινωνία ως Κινητήρια Δύναμη της Πολιτιστικής Ανάπτυξης στο Αστικό Περιβάλλον: Μια Πρόταση», περιοδικό Το Βήμα των Κοινωνικών

 

Ξενόγλωσση

Ambrosini V., (1998), «Exploring techniques of analysis and evaluation in strategic management», Pearson, Harlow.

Bryson, J. M., Gibbons, M. J., Shaye, G. (2001). Enterprise schemes for nonprofit survival, growth and effectiveness, Nonprofit Management and Leadership.

Hill El., O'Sullivan C. and O'Sullivan T, (2003), «Creative arts marketing», (2nd Edition), Butterworth Heinemann ed., Oxford.

Kotler, N., Kotler Ph. & Kotler W, (1998), «Museum Marketing and Strategy» (2nd Edition), Wiley ed., San Fransisco, CA.

Meryl P., Gardner Ph., Joel Shuman J., (1987) «Sponsorship: An important component of the promotions mix» Journal of advertising.

Meenaghan, J., (1983) «Commercial Sponsorship», European Journal of Marketing, Vol. 17 Issue: 7.

Vining, AR, Boardman, AE. (1992) Ownership versus competition: efficiency in public enterprise, Public Choice.

 

 Διαδικτυακές Πηγές

«Εθελοντισμός», διαθέσιμο στο http://noiazomaikaidrw.gr/ethelontismos/ (πρόσβαση 01/12/2020).

Κορρές, Γ., «Επιχειρηματικότητα και Ανάπτυξη», διαθέσιμο στο file:///C:/Users/Dimitra/ AppData / Local/Temp/Korres_all.pdf (πρόσβαση 01/12/2020).

Τζώρτζη, Κ., (2010), «Το Μουσείο ως Παιδευτικό Εργαλείο ή ως Αφετηρία μιας Αισθητικής Εμπειρίας;». Αρχαιολογία και

Pin It