Πως μπορεί ο δολοφονημένος Κώστας Ταχτσής στα τέλη του ογδόντα, να επηρεάσει με το έργο του και να παρακινήσει μια θεατρική ομάδα να ασχοληθεί μαζί του και να κάνει θέατρο τα έργα του;
Ενας αδικοχαμένος άνθρωπος, που έζησε και ασχολήθηκε με τη συγγραφή, που αυτόματα σημαίνει γενναιοδωρία και μοίρασμα, καταρχάς ξύπνησε σε όλους μας την αγωνία περί δικαίου. Διαβάσαμε όλα του τα έργα με το σεβασμό και τη μελαγχολία που διέπει τους ανθρώπους, όταν βρίσκονται σε ένα κοιμητήριο. Η δύναμη, το σφρίγος της ζωής, η ηδονή, τα ένστικτα, η λύσσα για αγάπη άρχισαν να νικούν κάθε λύπη και έτσι έγινε ο Ταχτσής ο διψασμένος άνθρωπος, ο οριακός και ο θαυμάσιος. Έτσι, με αυτό το συνδυασμό μνημοσύνου και αναγέννησης, τον είδαμε. Διασκευάσαμε «Τα Ρέστα», μέσα στα οποία προσθέσαμε αυτοβιογραφικά στοιχεία από άλλα βιβλία του και έγινε αυτό το μπέρδεμα, που ο ίδιος επιθυμούσε. Η μυθοπλασία – τι είναι αλήθεια, τι είναι ψέμα και τι το ανάμεσό τους. Η παράστασή μας φέρνει στη σκηνή το νεκρό Ταχτσή και τον μικρό «Εγώ» του. Δυο άντρες ηθοποιοί υπηρετούν αυτούς τους δυο ρόλους, και τρεις γυναίκες ηθοποιοί τις γυναίκες της ζωής του. Νέοι καλλιτέχνες, το 2017, ταξιδεύουν στη ζωή ενός ανθρώπου, που γεννημένος το 1927, έζησε μια καθόλου εύκολη ζωή, η οποία έσβησε στις 25 Αυγούστου του 1988. Φόνος.
Πόσο μπορεί να αφορά το σημερινό κοινό το έργο του;
Σε ένα θέατρο στο κέντρο της Αθήνας, μια παλιά Αθήνα και η ιστορία μιας Αθηναϊκής οικογένειας συνδιαλέγονται. Τα πάντα είναι εκεί, τα χρώματα, οι μουσικές, οι γειτονιές, οι σχέσεις της παλιάς Αθήνας, αλλά πάνω σε μια σκηνή που φωνάζει Αθήνα 2017. Εκεί ο Ταχτσής απλώνει το χέρι σε μας τους σύγχρονους Αθηναίους, φωνάζοντας πως τίποτα δεν άλλαξε, ουρλιάζοντας ΑΝΟΧΗ και ΑΓΑΠΗ. Πως να μην αφορά αυτό μια Αθήνα, που δυσκολεύεται να ανεχτεί και τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή την ιστορία της, την ομορφιά της, τους πολιτικούς της, τους γονείς της, τους θεούς της.
Γιατί είναι τόσο σημαντικά και αδιαπραγμάτευτα τα ρέστα για τη μάνα του Ταχτσή;
Αν δεν έφερνε όλα τα ρέστα ο Ταχτσής στην Έλλη, τη μάνα του, τον τιμωρούσε ανελέητα, δεν ήταν τσιγκούνα, δεν ήταν το αφεντικό του, ούτε ο λογιστής του. Η έγνοια της ήταν να μην πιαστεί ο γιός της κορόιδο, να μπορεί να ανταπεξέρχεται στους ανταγωνιστές άντρες, να βγαίνει πάντα πρώτος. Σίγουρα αυτή η γυναίκα έβλεπε στα μάτια του μια αφόρητη ευαισθησία, ένα ονειροπόλημα, μια μεγάλη απορία για τον κόσμο, δηλαδή όλα αυτά που μας κάνουν το καλλιτεχνικό βλέμμα, με αποτέλεσμα να το φοβάται αυτό, να μην ξέρει που να το κατατάξει και αυτόματα να αποτελεί για αυτήν πεδίο μάχης. Ή θα γίνει κάτι που αυτή καταλαβαίνει ή απλά θα εξαφανιστεί από προσώπου γης ο ευαίσθητος παράξενος Κωστής. Αυτό είναι η λεγόμενη μητρική ιδιοτελής αγάπη, που μετατρέπεται αυτόματα σε μίσος, αν δεν επαληθεύει τα τρία, τέσσερα συστατικά για ένα ήσυχο ύπνο του γονιού.
Εσύ ως ηθοποιός που λατρεύεις τη σκηνή και θες να υποδύεσαι ρόλους, πως μπήκες στη διαδικασία να σκηνοθετήσεις, δηλαδή να αναλάβεις το θέμα μιας παράστασης και την ενορχήστρωσή της;
Είναι κάποια θέματα, τα οποία είναι κόσμοι για σένα, μπορείς να ξεναγήσεις τους άλλους με αλήθεια σε αυτούς και δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά όταν οι συνοδοιπόροι σου, οι ηθοποιοί, το αναγνωρίζουν αυτό σε σένα, σου δίνουν τη σκυτάλη και σου λένε τρέχα. Αυτή η εγρήγορση και η αφοσίωση στη δημιουργία ενός ολοκληρου κόσμου με έκανε να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι συχνό φαινόμενο η σκηνή και η διαδικασία της πρόβας να συγχέεται γλυκά με τη ζωή και την οικογένεια. Αυτή η ομάδα, η Αίολος, με επανέφερε στην «τάξη», δηλαδή στο θρανίο. Είναι παράδοξο, αλλά ξαναέγινα μαθητής, επιμελητής, απουσιολόγος, κολλητός, σπασαρχίδης, ξερόλας, σημαιοφόρος. Η αίσθηση του συμμαθητή όμως δεν έφυγε ποτέ, κι αυτό ζητώ πια από το θέατρο, να μαθαίνω μαζί.