Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η μεταφορά ενός βιβλίου στο θέατρο;
Ε.Α: Η θεατρική προσαρμογή ενός μη θεατρικού κειμένου, προκειμένου ν’ ανέβει στο σανίδι και να παιχτεί από σκηνής, είναι ένα πολύ σοβαρό εγχείρημα που δεν μπορεί να κάνει ο καθένας. Θα έλεγα ότι ο πλέον κατάλληλος για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, αν και πολύ έμπειρος περί τα θεατρικά και έχει παρουσιάσει και μια εκπληκτική θεατρική προσαρμογή των «Δαιμονισμένων» τού Ντοστογιέφσκι, δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτ’ απ’ όλα αυτά με το έργο του «Ο κύκλος που δεν κλείνει» διότι στην παράστασή μας -αλλά και στην πολυβραβευμένη ταινία που κάναμε με τίτλο «Το σεντούκι τού παππού μου»- χρησιμοποιούμε αυτούσιο, 100%, όλο το κείμενο τού τελευταίου του βιβλίου, δηλαδή το «Ο κύκλος που δεν κλείνει» που έχει εκδοθεί και μάλιστα προσφάτως σε 2η έκδοση, από τις Εκδόσεις Οδός Πανός. Είναι ένα τόσο ζωντανό και εντελώς θεατρικό θα έλεγα βιβλίο από μόνο του, έτσι όπως το έχει γράψει ο Αδαμόπουλος που αμέσως μόλις το διάβασα άρχισα να το βλέπω μπροστά μου επί σκηνής, χωρίς να χρειάζεται καμία προσαρμογή και καμία αλλαγή. Συνεπώς δεν μιλάμε για θεατρική μεταφορά ενός βιβλίου στο θέατρο, ούτε για κινηματογραφικό σενάριο, αλλά για το ίδιο το βιβλίο· ακριβώς όπως έχει εκδοθεί. Απλώς εγώ αναλαμβάνω να σκηνοθετήσω και να ερμηνεύσω όσο καλύτερα και πιστότερα μπορώ το κείμενο του συγκεκριμένου βιβλίου, με τη βοήθεια βεβαίως κάθε θεατρικού μέσου που έχω στη διάθεσή μου· ρούχα, σκηνικά, μουσική, φωτισμούς, προβολές οθόνης, που συνεργάζονται αρμονικά όλα μαζί και βοηθούν τον θεατή ν’ απολαμβάνει, να κατανοεί, να συμμετέχει και να το χαίρεται.
Πού πιστεύετε ότι οφείλεται η επιτυχία της παράστασης κι ανεβαίνει για τρίτη συνεχή χρονιά;
Ε.Α: Νομίζω είναι ξεκάθαρο: Το κείμενο τού βιβλίου του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου είναι συγκλονιστικό. Είναι εντελώς επίκαιρο και θα τολμούσα να πω ότι ανήκει και στο μέλλον. Δεν είναι απλή κουβέντα αυτό που λέω: Δείχνοντας με σαφήνεια την παρακμή που μαστίζει τη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια, θίγει θέματα δημόσια, κοινωνικά, πολιτικά τής σύγχρονης ιστορίας μας, που μας ταλαιπωρούν όλους κι ο καθένας τα ξέρει πολύ καλά: Οικονομική κρίση, ανεργία, παιδεία, εθνικά θέματα, γραφειοκρατία, διαφθορά, μεταναστευτικό και φυσικά το δημογραφικό με τη συνεχή μείωση των γεννήσεων. Ο Αδαμόπουλος τα δείχνει όλ’ αυτά σα να συζητάει μαζί μας με πολύ ζωντανό τρόπο, με καθημερινή γλώσσα, απλά, άμεσα· με χιούμορ πολλές φορές, μαύρο χιούμορ, αυθόρμητα· χωρίς απολύτως καμία επιτήδευση, ούτε ίχνος σοβαροφάνειας. Αμέσως λοιπόν ο αναγνώστης του βιβλίου γοητεύεται απ’ το κείμενο αυτό· όπως αμέσως αιχμαλωτίζεται κι ο θεατής της παράστασης. Ο θεατής μάλιστα πολύ περισσότερο· αφού άνετα βυθισμένος στο σκοτάδι ακούει το κείμενο έτοιμο μέσα στο σκηνικό και με τη βοήθεια της σκηνοθεσίας το βλέπει να ζωντανεύει μπροστά του μαζί με ήχους, χρώματα, μουσικές κι έτσι ψυχαγωγείται με τον καλύτερο τόπο. Δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι παράξενο λοιπόν στην επιτυχία αυτή για 3η συνεχή χρονιά και σίγουρα δεν υπάρχει καλύτερη συνταγή επιτυχίας από την τόσο στενά δεμένη κι αρμονική συνεργασία κείμενου, θεάτρου και σκηνοθεσίας.
Σ’ ένα μικρό θέατρο κοινό και ηθοποιοί γίνονται ένα. Ποιες οι αντιδράσεις του κοινού για την παράσταση σας και τι είναι αυτό που θα θέλατε να αποκομίσουν και να πάρουν μαζί τους φεύγοντας;
Ε.Α: Ακόμα καλύτερα για όλα όσα έλεγα πριν: Σ’ έναν μικρό σχετικά χώρο, αμέσως δημιουργείται μια πολύ πιο ζεστή και οικεία ατμόσφαιρα απ’ ό,τι σε μια μεγάλη κι απρόσωπη αίθουσα. Κι όπως είμαι αναγκασμένη να βρίσκομαι συνεχώς επί σκηνής, απ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης, αφού εγώ ενσαρκώνω όλους τους ρόλους, έχω άμεση επικοινωνία με όλους τους θεατές και νοιώθω ταυτόχρονα τις δικές τους αντιδράσεις. Αντιδράσεις που είναι πάντα πολύ θετικές. Πράγμα που φαίνεται άλλωστε· με διαπερνά και το καταλαβαίνω σχεδόν αυτόματα απ’ τη στάση του σώματος του καθενός, απ’ το βλέμμα, απ’ την ανάσα του· καθώς σιωπηλοί προσέχουν όλοι, συμμετέχουν και κυριολεκτικά ρουφάνε μέσα τους το κείμενο, πριν το πάρουν φεύγοντας μαζί τους. Αυτό για μένα είναι ευλογία.
Απ’ ό,τι διαβάσαμε στο δελτίο τύπου το βιβλίο έχει γίνει και ταινία που σκηνοθετήσατε εσείς και κέρδισε πολλά βραβεία σε φεστιβάλ . Η ταινία προηγήθηκε του θεατρικού ανεβάσματος; Θα τη δούμε σύντομα και στις κινηματογραφικές αίθουσες;
Ε.Α: Η γενική επεξεργασία όλου τού έργου είναι μία και ενιαία. Λίγο πολύ και οι δύο εργασίες -θεατρική και κινηματογραφική- είχαν κάποιο παραλληλισμό. Γι’ αυτό άλλωστε και θελήσαμε να βάλουμε δύο διαφορετικούς τίτλους, ώστε να μη συγχέεται η ταινία με τη θεατρική παράσταση και χαίρομαι που μπορώ να ξεκαθαρίσω εδώ: Η θεατρική μας παράσταση μας έχει ακριβώς τον ίδιο τίτλο με το βιβλίο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου: «Ο κύκλος που δεν κλείνει». Η κινηματογραφική ταινία λέγεται «Το σεντούκι τού παππού μου», που κι αυτός όμως είναι ένας τίτλος που έχει δώσει ο ίδιος ο συγγραφέας σε ένα από τα διηγήματα του ίδιου βιβλίου. Άρα κι εδώ ακόμη είμαστε εντελώς πιστοί και στο πνεύμα και στο κείμενο του συγγραφέα. Είναι πολύ σημαντικό να πω εδώ πως η ταινία, η οποία βγήκε εκτός συνόρων· ήταν απαραίτητο να έχει αγγλικούς υποτίτλους, για να μπορεί να την παρακολουθεί κοινό που δεν γνωρίζει ελληνικά. Ευτυχίσαμε λοιπόν να έχουμε μια εξαιρετική πληρέστατη μετάφραση της Simone Salmont, η οποία έχει ήδη μεταφράσει στα αγγλικά τα «Δώδεκα και ένα ψέματα» το «Οχιναιλέγοντας» και τον «Σιμιγδαλένιο» του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου. Ελπίζω πως μετά την πολύ επιτυχημένη πορεία της ταινίας σε διάφορα ξένα φεστιβάλ, θα τη δούμε σύντομα κι εδώ.
Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι μπορεί να κλείσει ο κύκλος που μέχρι τώρα μένει ανοιχτός; Οι νεότερες γενιές ενδιαφέρονται για το παρελθόν;
Ε.Α: Πολύ μεγάλη κουβέντα και αρκετά στενάχωρη… Κάπου λέει ο Αδαμόπουλος πως με την πορεία που έχουμε πάρει και με όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα «…είναι βέβαιος ο θάνατος του Ελληνικού έθνους, αν συνεχίσουμ’ έτσι…». Κάπου αλλού βάζει τη δήθεν φιλέλληνα Monique και ουρλιάζω κι εγώ μαζί απ’ τη σκηνή: «…Φτάνει πια με τους Έλληνες!...» Μας εχθρεύονται όλοι; Παλιώσαμε άραγε τόσο πολύ; Κουραστήκαμε εντελώς σα λαός; Είναι ίσως μια κακή φάση που βαστάει μισόν αιώνα; Τι να σας πω; Λέει βέβαια το κείμενο στο τέλος της παράστασης, με μια νότα αισιοδοξίας πως μπορούμε να κάνουμε πάλι το θαύμα μας και πολλά παιδιά ο καθένας. Μακάρι… Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι μέσα στον σύγχρονο κόσμο που τρέχει με πολύ μεγάλες ταχύτητες κι εμείς ολόκληρες δεκαετίες τώρα να κάνουμε βήμα σημειωτόν διαρκώς, τρώγοντας λεμόνια απ’ την Αργεντινή και σκόρδα από την Κίνα… Οι νεώτερες γενιές, όσο κι αν δεν ενδιαφέρονται για το παρελθόν, θα πρέπει να ενδιαφερθούν όχι μόνο γενικά και αόριστα για το μέλλον, μα πολύ ειδικά για το δικό τους παρόν. Άρα αναγκαστικά θα πρέπει να σκάψουν, να μάθουν, να δουν τι πάει στραβά και να βρούνε λύσεις.
Περισσότερα για την παράσταση πατήστε ΕΔΩ