Συνέντευξη με τη συγγραφέα Μαριάννα Κυριακάκη

Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

 

Ποτέ. Απλά ασχολήθηκα. Ήταν μια ανάγκη που μου γεννήθηκε την ίδια στιγμή που την πραγματοποίησα. Ήμουν ακόμη μαθήτρια Δημοτικού όταν ένα πρωί ξύπνησα, πήρα ένα καινούργιο τετράδιο και ένα καινούργιο στυλό και άρχισα να γράφω μια ιστορία. Έτσι απλά. Κι έτσι απλά συνέχισα να γράφω. Άρα δεν πρόκειται περί απόφασης, αλλά περί μιας ανάγκης που δεν μου ζήτησε καν την άδεια για να εκφραστεί. Απλά εκφράστηκε και χαίρομαι που μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να το κάνει.

Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να έχει μια δουλειά που δεν έχει καμία σχέση με την Τέχνη, που τον απασχολεί καθημερινά αρκετές ώρες και που, ας μην κρυβόμαστε γεμίζει το μυαλό του με ένα σωρό πληροφορίες ή σκέψεις καθημερινότητας;
Καθόλου εύκολο. Ειδικά για μένα που σιχαίνομαι το πρωινό ξύπνημα και την ταλαιπωρία με τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να μετακινηθώ από και προς τον τόπο εργασίας μου. Είναι λογικό να με κουράζει σωματικά και πνευματικά. Γι’αυτό και δεν είμαι σε θέση να γράφω καθημερινά, αν και θα το ήθελα. Αλλά ανάγκα και Θεοί πείθονται! Πρώτα πρέπει να επιβιώνουμε με την κυριολεκτική σημασία της λέξης και μετά να επιβιώνουμε καλλιτεχνικά. Έτσι, γράφω όταν βρίσκω πραγματικό ελεύθερο χρόνο. Στην αρχή αντιμετώπιζα μεγάλη δυσκολία στο να διατηρώ μέσα μου την συναισθηματική συνοχή της ιστορίας που έγραφα, αλλά αργότερα ανακάλυψα πως η μουσική μπορούσε να με βοηθήσει να το πετυχαίνω. Έτσι, τη στιγμή που ξεκινώ να γράφω μια καινούργια ιστορία, βρίσκω τα μουσικά κομμάτια που εκφράζουν την συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση που απαιτεί η συγκεκριμένη ιστορία. Τώρα, μόλις κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή, ακούω τα συγκεκριμένα κομμάτια και πιάνω αμέσως το νήμα από’κει που το είχα αφήσει.

Η μακρά περίοδος της καραντίνας, δημιούργησε σε όλους μας την αίσθηση του εγκλεισμού, με πολλές δυσάρεστες συνέπειες σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Επίσης πολλοί αντιμετώπισαν ψυχολογικά προβλήματα που διατάραξαν την καθημερινότητά τους. Εσείς πώς βιώσατε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση;
Αρχικά το θεώρησα ως μια ευκαιρία να ξεκουραστώ από την καθημερινή ταλαιπωρία του να ξυπνάμε πρωί, να χάνουμε ώρα με τις μετακινήσεις, να πηγαίνουμε στη δουλειά, να γυρίζουμε να…να…να είμαστε όλη μέρα στην πρίζα. Αργότερα όμως άρχισα να επηρεάζομαι από την αίσθηση του θανάτου που καιροφυλαχτούσε σε κάθε μας ανάσα. Τα δελτία ειδήσεων με τις ανταποκρίσεις απ’ όλο τον κόσμο για τον αόρατο εχθρό που καταπίνει ζωές, μου έγιναν σχεδόν εφιάλτης. Προσπαθώντας να αντιδράσω, απέφευγα ανάλογα ρεπορτάζ και τα αντικατέστησα με ατελείωτες ώρες στον καναπέ να παρακολουθώ τηλεοπτικές σειρές και ταινίες. Αυτή η παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, κατάφερε να ξυπνήσει την αισιόδοξη φύση μου και να ενεργοποιήσει το μυαλό και τη φαντασία μου. Η λύτρωση ήρθε την ίδια στιγμή που κάθισα μπροστά στον υπολογιστή και άρχισα να αποτυπώνω στον κειμενογράφο τα πρώτα ψήγματα μιας καινούργιας ιστορίας. Αυτό ήταν! Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι να τελειώσει η καραντίνα, η ζωή μου είχε ξαναπάρει τους κανονικούς της ρυθμούς αλλά με πολύ καλύτερες συνθήκες. Δεν πήγαινα στη δουλειά, αλλά δούλευα ασταμάτητα κάνοντας αυτό που πάντα με ευχαριστούσε, γράφοντας και μόνο γράφοντας. Όταν τελείωσε η καραντίνα, είχα φέρει εις πέρας ένα μεγαλεπήβολο όνειρο που για χρόνια δεν τολμούσα να κυνηγήσω.

Άρα η καραντίνα λειτούργησε ευεργετικά στην περίπτωσή σας.
Εν μέρει η καραντίνα, κυρίως η ανάγκη μου να μη με νικήσει ο φόβος. Σας είπα, είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξη. Δεν αντέχω τον πόνο και τον φόβο και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με ωθεί σε μια, πολλές φορές, για άλλους αδικαιολόγητη αισιοδοξία.

Μια αισιοδοξία που πηγάζει κι από το γεγονός ότι με τη συγγραφή ξεχνάτε την πραγματικότητα;
Αν δεχτούμε ότι σε περιόδους κρίσης, η Τέχνη ανθίζει, δεν μπορούμε να μιλάμε για φυγή από την πραγματικότητα. Μπορούμε όμως να μιλάμε για μια έντονη επιθυμία κάθε καλλιτέχνη να ομορφύνει τη ζωή του και τη ζωή των άλλων, να βάλει χρώμα παντού, να μοιράσει την ελπίδα που γεννάει η ομορφιά και φυσικά να πολεμήσει κάθε αίσθηση φθοράς και εξαθλίωσης. Ο καλλιτέχνης, όποια κι αν είναι η τέχνη που τον εκφράζει και του επιτρέπει να εκφράζεται, έχει κυρίως ανάγκη να νιώσει ζωντανός. Είτε μιλώντας για την ασχήμια είτε για την ομορφιά. Στην πρώτη περίπτωση ξορκίζει ο ίδιος την ασχήμια, στη δεύτερη βοηθάει τους άλλους να την ξορκίσουν, προσφέροντάς τους την εικόνα που οι ίδιοι δεν μπορούν να φτιάξουν, επειδή τους καταπίνει η δυστυχία και η απόγνωση. Για μένα η συγγραφή είναι το όπλο μου απέναντι σε όσα δυσάρεστα με ταλαιπωρούν. Με κάνει να νιώθει δυνατή, ένας μικρός Θεός που χτίζει ζωές και ιστορίες, που επιβραβεύει ή που τιμωρεί ήρωες, χαρακτήρες και συμπεριφορές. Αυτή η αίσθηση παντοδυναμίας που με διακατέχει όταν γράφω δεν είναι παρά μια έντονη ανάγκη να επισημάνω τα καλά και τα κακώς κείμενα που διέπουν την καθημερινότητά μου αλλά και τη ζωή μας γενικότερα. Να τα φωτίσω και να αντιληφθώ πρώτα εγώ κι ύστερα όλοι οι άλλοι. Και λόγω των σπουδών μου στην Ιστορία, είναι λογικό να συμβαίνει αυτό. Πρώτα κατανοώ εγώ μικρές και μεγάλες αλήθειες και μετά προσπαθώ να κάνω και τους άλλους να τις κατανοήσουν.

Έχετε ασχοληθεί με αρκετά είδη συγγραφής, μυθιστόρημα, θέατρο, διήγημα, σενάριο αλλά και την Ιστορία. Ποιο είδος σας εκφράζει περισσότερο;
Για μένα κάθε είδος είναι ξεχωριστό και αγαπημένο. Ανάλογα με το τι γράφω, την περίοδο που το γράφω, γίνεται το αγαπημένο μου. Με συνεπαίρνει και με συντροφεύει όλη μέρα, κάθε μέρα. Κι όταν τελειώνει, αρχίζει μέσα μου, πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιώ, το επόμενο. Υπάρχουν δε περίοδοι που μέσα μου ωριμάζουν περισσότερες από μία ιδέα. Τις ξεκινάω όλες. Τις φτάνω ως ένα σημείο και μετά τις βάζω στην άκρη, μέχρι να νιώσω πως ήρθε η ώρα τους για να τις επεξεργαστώ και να τις ολοκληρώσω.

Αυτή την περίοδο γράφετε κάτι;
Αυτή η περίοδος ανήκει στην Ελίζα. Για να ακριβολογώ, ανήκει στο θεατρικό μου κείμενο « Όλα για την Ελίζα», που ως παράσταση βρίσκεται ήδη στον τρίτο χρόνο παρουσίασής της. Όσο αυτοί οι ήρωές μου είναι ζωντανοί πάνω στη σκηνή, δεν μπορώ να ασχοληθώ με κανέναν άλλον. Κι είναι πραγματική ευτυχία να τους βλέπω και να τους ακούω, ενώ την ίδια στιγμή μπορούν να τους δουν και να τους ακούσουν κι άλλοι γύρω μου, στην προκειμένη περίπτωση οι θεατές. Και πραγματικά χαίρομαι που και κι εκείνοι τους αγαπούν όσο κι εγώ.

Μιλήστε μας για το «Όλα και την Ελίζα». Τι πραγματεύεται;
eliza 1000Θα’λεγα πως πρόκειται για μια διασκευή του «Πυγμαλίωνα» του Τζώρτζ Μπέρναρ Σω. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Στον «Πυγμαλίωνα» η κεντρική ηρωίδα είναι μια νεαρή λουλουδού που θέλει να γίνει πωλήτρια σε ανθοπωλείο. Απευθύνεται σε ένα καθηγητή γλωσσολογίας για να μάθει να μιλάει σωστά και να καλυτερεύσει το επίπεδό ζωής της. Στην περίπτωση του «Όλα για την Ελίζα», έχουμε μια γυναίκα απαίδευτη μεν αλλά πετυχημένη στη δουλειά της, που αν και βρίσκεται μακριά από την πρώτη νιότη της, κάνει μια βουτιά στα φοβισμένα όνειρά της, τολμάει να τα ξεθάψει και να τους δώσει την ευκαιρία που δικαιούνται στο να γίνουν πραγματικότητα. Το «Όλα για την Ελίζα» είναι κυρίως μια παρότρυνση προς όλους να απελευθερώσουν τα φοβισμένα όνειρά τους που από τα χρόνια δαιμονοποιούνται μέσα μας και να τα κυνηγήσουν. Μόνο έτσι θα πάψουν να τους στοιχειώνουν. Ακόμα κι αν δεν καταφέρουν να τα πραγματοποιήσουν, οι ίδιοι θα’χουν λυτρωθεί γιατί θα έχουν απαλλαγεί από φόβους και ενοχές προς τον εαυτό τους.

Εσείς έχετε φοβισμένα όνειρα;
Όλοι έχουν. Γιατί εγώ να αποτελώ εξαίρεση; Και για να σας προλάβω, ναι, διεκδικώ κι εγώ με τον τρόπο μου το δικαίωμά τους να γίνουν πραγματικότητα. Αργά αλλά σταθερά. Κι όπως λέει και η ηρωίδα μου «Θέλει πολύ επιμονή και υπομονή για να κυνηγήσουμε το δαίμονά μας».
Και δεν είναι ποτέ αργά για τα όνειρα;
Μόνο όταν τα όνειρα γεράσουν.

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης "La Sapienza". Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός για δώδεκα χρόνια, στη συνέχεια ως Διευθύντρια Σύνταξης στο συνδρομητικό περιοδικό Προθήκη και στο διαδικτυακό περιοδικό “Koyinta Art e-magazine” . Από το 1997 ασχολείται επαγγελματικά με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και τηλεοπτικών σεναρίων. Είναι μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Παράλληλα, ασχολείται με το θέατρο, τη μετάφραση από ιταλικά κείμενα και τη μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και της ελληνικής ιστορίας. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε με το σενάριο “Πρωτοσέλιδος Μπελάς”(σε συνεργασία με την Δήμητρα Ζαχαρή) που προβλήθηκε από την τηλεόραση του ALPHA (2000-2001). Από το 1998 έως σήμερα έχουν εκδοθεί τα μυθιστορήματά της “Η κατάρα των Μοντεβέρντι”, «Λίγο πριν ξεγελάσουμε τη μοίρα μας», “Πέρα απ’ το φως των αστεριών”, “Στ’ άωρα της νυχτός”, και τα θεατρικά έργα “Ελίζα”, “Ντάμα Καρό”, “Μια κάποια Κυριακή”.
Στο θέατρο έχουν παρουσιαστεί τα έργα της "Ποντικοπαγίδα στη Χαλκίδα" 2011, "Το κοτέτσι" 2015, "Όλα για την Ελίζα" 2015-2017 & 2022, "Diavol Kommandant" 2017-2019, "Διπλό Σαχ" 2019-2020.
Από τον Δήμο Φιλοθέης-Ψυχικού και τη Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση ΔΗ.Κ.Ε.ΦΙ.Ψ. κυκλοφόρησε το ιστορικό βιβλίο-λεύκωμα "90 Χρόνια Νέο Ψυχικό - Η Ιστορία μας" (Μάϊος 2019)

Αποσπάσματα από το θέατρο

 

Pin It