Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη της παράστασης «Δεν Ακούς τον Ρυθμό», Τάσο Πετρίτση

Ο Τάσος Πετρίτσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998. Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου.

 

Το 2018 συμμετείχε ως ηθοποιός στην πρώτη πανελλήνια παρουσίαση του θεατρικού έργου «Η Βιολέτ στη Γη», της Καρόλ Φρεσέτ, από τη θεατρική ομάδα Μετεωρίτες. Το θεατρικό έργο του «Δεύτερη Γραφή» βραβεύτηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος το 2020.
Το 2021 συμμετείχε στην ταινία μικρού μήκους “Brutalia, days of labour” (βραβείο Canal + του Φεστιβάλ των Κανών), του Μανώλη Μαυρή, ενώ το ίδιο έτος συνεργάστηκε ως μεταφραστής με τις εκδόσεις Πατάκη. Το 2022 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη συλλογή διηγημάτων του «Οδός Απωλείας 10» με την οποία είναι υποψήφιος για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2023 του περιοδικού Κλεψύδρα.

Η παράσταση «Δεν Ακούς τον Ρυθμό», ένα υπαρξιακό δράμα από τον Τάσο Πετρίτση και την ομάδα Actraw, που παίζεται αυτές τις ημέρες στο Θέατρο Αλκμήνη, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, αποτελεί την πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία.

 

 

Πες μας κάποια πράγματα για την παράσταση «Δεν Ακούς τον Ρυθμό». Μέσα από ποια διαδικασία και βιώματα γράφτηκε;

rythmosΗ συγγραφή του έργου υπήρξε στενά και άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός της παράστασης. Συμφωνήσαμε πως θα ήταν ελκυστικό, αντί να αναμετρηθούμε με ένα ήδη υπάρχον κείμενο του θεάτρου, να συστήσουμε στο κοινό ένα νέο έργο. Είμαι ευγνώμων στα παιδιά για την πίστη τους, γιατί χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε το κίνητρο για τη δημιουργία του. Εμπιστεύτηκαν την αρχική ιδέα της πλοκής, όπως την είχα παρουσιάσει στις πρώτες μας συζητήσεις, η συγγραφή ξεκίνησε δειλά και διαισθητικά – όπως συμβαίνει πάντα – και συνεχιζόταν όλο και πιο τολμηρά, με τις πρόβες να κυλούν παράλληλα με αυτήν.

Συγχρόνως, είχα τις κεραίες μου ανοιχτές ώστε να «κλέβω» το υλικό που αυθόρμητα αποκάλυπταν τα παιδιά μέσα από τις πρώτες μέρες ανάγνωσης σκηνών και προσπάθειας σύνδεσης με το κείμενο – λέξεις, σκέψεις που γεννήθηκαν και τροφοδότησαν στιγμές και φράσεις του κειμένου, που αργότερα δόθηκαν στα παιδιά ως μέρος του –. Εν ολίγοις, το κείμενο δεν θα υπήρχε χωρίς την επιθυμία της παράστασης. Και δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τη διεργασία με τα συγκεκριμένα πρόσωπα.

 

Είναι η πρώτη παράσταση που σκηνοθετείς. Πώς νιώθεις για αυτό;

Οι καταστάσεις είναι ακόμα πολύ νωπές για να περιγράψω με σιγουριά συναισθήματα. Να κι ένα πολύτιμο μάθημα μέσα από μία τέτοια πρώτη εμπειρία: η αποτίμηση της δουλειάς μας – ως καλής, κακής, μέτριας, αδιάφορης κ.λπ. – αλλά και της μεταξύ μας συνεργασίας – λειτουργική, όμορφη, συγκινητική κ.λπ. – είναι πιστεύω ένα στοιχείο που δεν αφορά σε τίποτα την ίδια την ώρα που τα πράγματα συμβαίνουν. Έρχεται να κλέψει από αυτά και όχι να συμπληρώσει. Προς το παρόν, ελπίζω να ζήσουμε – και υποστηρίζω ότι ήδη ζήσαμε – όμορφες και λυτρωτικές στιγμές, όσο κι αν η πρώτη, όπως λες, εμπειρία, είναι αδύνατον να μην εμπεριείχε αγωνία, στρες, ανυπομονησία και πίεση.

 

Ποια είναι η συμβολή της Ειρήνης Τσέλλου στην παράσταση;

tselou 1000Δεν πρόκειται για συμβολή, αλλά για απόλυτα καταλυτική συνεργασία. Η παράσταση δεν θα υπήρχε χωρίς τη σκέψη και το όραμά της. Ένα όραμα που ουσιαστικά συμπλήρωσε, εμπλούτισε και εν τέλει ολοκλήρωσε τη δική μου φαντασία. Κάθε σκηνοθέτης έχει το δικό του πρίσμα. Την αφετηρία μέσω της οποίας προσεγγίζει το θεατρικό κείμενο. Στην Ειρήνη, το στοιχείο αυτό είναι η σκηνική πραγματικότητα. Το «τοπίο» (οπτικό, ηχητικό, φωτιστικό) μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται τα πράγματα. Η δική μου προσέγγιση, πάλι, επιδιώκω να αφορά σε βάθος τη δουλειά του ηθοποιού μέσα στο σύμπαν των λέξεων, την αντίληψη του κειμενικού ρυθμού, τους μηχανισμούς που θα τον κινούν σκηνικά, το χτίσιμο στις σχέσεις των προσώπων και την επαφή με το φανταστικό τους παρελθόν.

Η συνάντησή μας – θα μιλήσω εντελώς προσωπικά – είχε τον χαρακτήρα μιας ακραία σημαντικής αλληλοσυμπλήρωσης: το δυνατό σημείο του ενός έγινε απλόχερα το συμπλήρωμα σε αυτό του άλλου. Πιστεύω ότι μέσα από αυτή την παράσταση, ανακαλύψαμε καθαρά τις σκηνοθετικές μας ταυτότητες και εξελίξαμε τις ήδη υπάρχουσες προσεγγίσεις μας με τα στοιχεία που χαρίσαμε ο ένας στον άλλο. Αξίζει να πω ότι όσο κι αν τα στοιχεία που επιμελούμασταν ήταν αρκετά διαχωρισμένα, υπήρχε σε όλα τα επίπεδα συνάντηση και διάλογος. Η παράσταση είναι σε όλα τα στοιχεία της καρπός της κοινής μας αισθητικής. Ο επιπρόσθετος άθλος της Ειρήνης είναι ότι φέρνει εις πέρας κάθε βράδυ και έναν ρόλο.

 

Μαζί και μία νέα ομάδα ηθοποιών. Πες μας κάποια πράγματα για αυτούς και πώς βρεθήκατε όλοι μαζί;

Όλες και όλοι μας φοιτήσαμε στη σχολή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου – κάποιοι σε διαφορετικά έτη. Αυτό το περιβάλλον μας ένωσε και μέσα σε αυτό αναπτύχθηκε η μεταξύ μας εμπιστοσύνη, αλληλοεκτίμηση και φιλία. Αυτός ήταν και ο λόγος που ένα τόσο φιλόδοξο και δύσκολο εγχείρημα, χωρίς το δίχτυ ασφαλείας του παραγωγού, δεν ναυάγησε. Προχώρησε μέσα από δυσκολίες, αντιξοότητες, κλονισμούς, αλλά υπήρχε νομίζω η συγκολλητική ουσία των καλών σχέσεων και της αδιαπραγμάτευτα θετικής προαίρεσης που το κρατούσε. Ό,τι και να πω για τα παιδιά, θα είναι φτωχό μπροστά στην πραγματικότητα. Οπότε θα εκμεταλλευτώ την ερώτηση για να ευχηθώ ακόμα μια φορά να το ζήσουν στο εκατό τοις εκατό.

 

Αν και νέος σε ηλικία, έχεις κάνει αρκετά πράγματα γύρω από το θέατρο και το βιβλίο. Φαίνεται ότι τα πάντα στη ζωή σου κινούνται γύρω από τις ιστορίες και τις λέξεις. Είναι κάπως έτσι;

Αναπόφευκτα, ναι. Το θέμα, κατά τη γνώμη μου, ξεφεύγει από την αισθητική και έρχεται στην πολιτική. Κάθε άνθρωπος που ζει σε μια κοινωνία μπολιάζεται με αναρίθμητες εικόνες και βιώματα, σφραγίζεται από γεγονότα τόσο προσωπικά, όσο και πανανθρώπινα. Οι ιστορίες που αφηγούμαστε είναι το αποτέλεσμα των χημικών αντιδράσεων της επαφής μας με τον κόσμο. Για αυτό και φιλοξενούν αλογόκριτα κάθε είδους συναισθήματα και σκέψεις, φωτεινές και σκοτεινές.

Για εμένα, σημαντικότερη από την ίδια την τέχνη είναι η έννοια της φαντασίας. Γιατί υπάρχει πριν ακόμη από την τέχνη. Είναι ένα παράλληλο σύμπαν που μας επιτρέπεται να αγγίξουμε από παιδιά, πολύ πιο συμπεριληπτικό από αυτό της λογικής, αφού χωράει το ίδιο σκέψη και συναίσθημα. Ο πόθος μας να αλλάξουμε το τοπίο γύρω μας – και ίσως η απόγνωση του ότι αυτό μοιάζει αδύνατο – είναι μάλλον που μας οδηγεί στις ιστορίες. Αρκεί να σκεφτούμε πόσες από αυτές μιλάνε για έναν κόσμο που αλλάζει. Η ίδια η παράσταση καταπιάνεται – έμμεσα και άμεσα – με το θέμα: τα σύνορα του πραγματικού, που διασχίζει για λίγο η Στέλλα, προσεγγίζοντας το φαντασιακό σύμπαν του ονείρου της, είναι έμμεσα μία απόπειρα επαναπροσδιορισμού της ζωής. Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε και το ακόμη πιο απλό: ο άνθρωπος από την αρχαιότητα έχει ανάγκη τη διέξοδο και τη λύτρωση. Αυτό προσπαθούμε να αγγίξουμε.

 

Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε και η πρώτη σου συλλογή διηγημάτων «Οδός Απώλειας 10» από τις εκδόσεις Βακχικόν. Δύο δικά σου «παιδιά» μέσα σε μικρό διάστημα. Ικανοποιημένος;

Ναι. Όσο κι αν προσπαθώ φιλότιμα να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως δεν είναι το παν αυτή η ποσοτική θεώρηση των πραγμάτων. Σίγουρα η δύναμη κάθε ενός από εμάς είναι μεταξύ άλλων και η πορεία που βλέπει ότι χαράζει. Ωστόσο, το παν είναι να μην χάνεις το παρόν της ίδιας της στιγμής όπου κάτι δημιουργείται. Τα άλλα είναι μία καταγραφή που γίνεται συχνά και με κίνητρα επιβεβαίωσης (κάτι που φυσικά είναι με τον τρόπο του υγιές).

Ακόμη και η ίδια η παρομοίωση που θέλει τα έργα να είναι «παιδιά» του δημιουργού, μου φαίνεται ελαφρώς ανατριχιαστική. Πρώτον, επειδή εμπεριέχει υπόγεια μια αγωνία μας να μην αφήσουμε το ίδιο το έργο να ορίσει μόνο την ταυτότητά του, αλλά επιμένουμε στην προσωποκεντρική του σύνδεση μαζί μας. Έπειτα, μιλώντας για «παιδιά» είναι σαν να θέτεις εκ προοιμίου μελλοντικές ευθύνες. Να μην επιτρέπεις στον ίδιο τον εαυτό σου να υπάρξει απενοχοποιημένα με μία επόμενη έμπνευσή του που θα «χαλάει» ή θα ανατρέπει τις συνταγές της προηγούμενης. Μου φαίνεται σωστότερο να αναφερόμαστε στα έργα μας ως μικρά τεκμήρια του ποιοι μπορεί να ήμασταν σε παρελθόντα χρόνο. Μιας ταυτότητας, δηλαδή, που σκοπός μας θα πρέπει να είναι να ανατρέπουμε συνεχώς.

 

Ποιους Έλληνες σκηνοθέτες και ηθοποιούς θαυμάζεις και ακολουθείς;

Είναι πολλοί. Ωστόσο, τείνω να πιστέψω πως τα πρόσωπα που θα αναφέρω πιο κάτω συγγενεύουν σε αδιόρατες πλευρές (ακόμα και χωρίς να το γνωρίζουν). Επίσης, θα εξαιρέσω από την απαρίθμηση αυτή τα πρόσωπα που υπήρξαν συνοδοιπόροι στο διάστημα των σπουδών, γιατί στην περίπτωσή τους ο θαυμασμός και η εκτίμηση δεν είναι απλώς αισθητικός, αλλά και βαθύτερα ανθρώπινος. Πάμε, λοιπόν: εκτιμώ πολύ τη γενιά του «Εμπρός» (τόσο τους ιδρυτές όσο και πολλούς μαθητές του), αν μη τι άλλο γιατί νιώθω ότι συνέβαλε σημαντικά στο να έρθουν στην επιφάνεια κάποιες σημαντικές αξίες – ίσως να μιλάμε για μια προγενέστερη εκδοχή αυτού που σήμερα εμείς αποκαλούμε «ομαδικό εγχείρημα». Ανάλογη εκτίμηση τρέφω και για τη δουλειά άλλων προσώπων που επίσης θήτευσαν/ θητεύουν εδώ και δεκαετίες στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία και άσκησαν/ή και συνεχίζουν ακόμη να ασκούν σημαντική επιρροή στις επόμενες προσπάθειες (Λευτέρης Βογιατζής, Ρούλα Πατεράκη, Βασίλης Παπαβασιλείου, Νίκος Μαστοράκης).

Μετά, θα αναφέρω τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και τον Θόδωρο Τερζόπουλο, μιας και είναι από τα καθαρότερα παραδείγματα σκηνοθετών με ολοκληρωμένες θέσεις και ταυτότητα. Δεν θα μπορούσα, επίσης, να μην αναφέρω τον Καραθάνο, γιατί τουλάχιστον δύο δουλειές του έχουν αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα μέσα μου και έχει δημιουργήσει παραστάσεις που μου έχουν μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά. Αντίστοιχα, αυθεντική σχεδόν σε κάθε της εγχείρημα θεωρώ και την Κιτσοπούλου.

Από πιο πρόσφατες εμφανίσεις, μου άρεσαν πολύ οι πρώτες δουλειές του Κουτλή. Καθόλου τυχαία, νομίζω πως όλα τα πρόσωπα που ανέφερα παραπάνω, χάρισαν στο ελληνικό σκηνικό ό,τι κάθε φορά που έλειπε (με λιγότερη ή περισσότερη κάθε φορά επιτυχία, αδιάφορο). Οι πρώτοι ήρθαν να επαναπροσδιορίσουν την έρευνα του κειμένου, μαζί με τον διεισδυτικό χαρακτήρα της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής, και οι τελευταίοι προσπάθησαν να μπολιάσουν το σκηνικό με ένα πιο αναρχικό στοιχείο, με μία τρέλα.

Τέλος, αναφερόμενος σε ηθοποιούς, επειδή αναπόφευκτα τα πρόσωπα είναι πολλά, αποφάσισα να απαριθμήσω τέσσερα, τα οποία εκτιμώ λόγω μιας προσωπικής «ιδιορρυθμίας» στο πώς μου φαίνεται ότι προσεγγίζουν τα πράγματα: Αλεξία Καλτσίκη, Γιώργος Γάλλος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ακύλλας Καραζήσης. Το μεγάλο στοίχημα, πάντως, είναι να μην αντιμετωπίσουμε την όποια εκτίμηση και τον θαυμασμό μας ως αλυσίδα υποταγής σε ό,τι συνέβη πριν από εμάς ή και τώρα δίπλα μας –δεν μπαίνω καν στο τριπάκι να πω «παλιοί» και «νεότεροι», γιατί ακόμη και αυτό είναι κάτι που στο τέλος επιλέγεις να είσαι. Ας πούμε τις δικές μας ιστορίες. Αυτό.

Με το πρώτο σου βιβλίο και παράσταση, δουλεύεις σε νέα πράγματα αυτό το διάστημα;

Ασταμάτητα. Και προσπαθώ να πάρω όσα μου δίνει κάθε φορά η διαδικασία.

 

Η παράσταση «Δεν Ακούς τον Ρυθμό» του Τάσου Πετρίτση, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 20:00 στο Θέατρο Αλκμήνη (Αλκμήνης 8-12, Αθήνα – Τηλ: 2103428650

Εισιτήρια:
«Δεν ακούς τον ρυθμό» - του Τάσου Πετρίτση :: Υπηρεσία Εισιτηρίων - TicketServices.gr

Pin It