Ρόκας Εμμανουήλ Απόστολος Μουσειολόγος – Μουσειογράφος Μ.Α. Θρησκευτική Τέχνη
Το πολιτιστικό φαινόμενο στην ολότητά του μας προσφέρει μια τεράστια ποικιλία νέων εμπειριών, συναισθημάτων, συγκίνησης και διαφορετικών οπτικών υπό τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Θεωρώ πως το πολιτιστικά κατάλοιπα ενός λαού δεν ανήκουν μόνο στον ίδιο τον λαό που τα έπλασε ως μέρος της εθνικής του ταυτότητας, αλλά όλοι μας είμαστε και πρέπει να είμαστε μέτοχοι της εμπειρίας που θα μας προσφέρουν όταν τοποθετηθούν για λόγους ασφαλείας, μελέτης και συντήρησης μέσα σε ένα μουσείο. Πως όμως αυτή η συγκίνηση που πολιτιστικά «ξένου» μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο κατανόησης του διαφορετικού και της ετερότητας που εκείνος φέρει; Πως για παράδειγμα είναι δυνατόν ένα έργο τέχνης ή οι γεύσεις μιας ξένης κουζίνας να μας βοηθήσουν ώστε να «δούμε» τις επιδόσεις ενός διαφορετικού πολιτισμού κάτω από μια άλλη και πιο δεκτική ή ισότιμη οπτική σε σχέση με τις προσλαμβάνουσες που έχουμε και αναφορικά με τα στερεότυπα με τα οποία όλοι μας έχουμε μεγαλώσει και ανατραφεί; Μπορεί εντέλει ο χώρος του πολιτισμού να επουλώσει πληγές του παρελθόντος και να συμβάλλει στην ειρηνική επίλυση των πολιτικών διαφορών που επί χρόνια ταλανίζουν ολόκληρες περιοχές του κόσμου;
Δεδομένο στα παραπάνω επίσης κρατάμε και το γεγονός ότι ζούμε σε μια περίοδο τεράστιων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, θρησκευτικο – φιλοσοφικών και πολιτιστικών αναπροσδιορισμών, οι οποίοι επηρεάζουν άμεσα την νοοτροπία μας και θίγονται μέσα από την ενασχόλησή μας με αυτούς ζητήματα πολλαπλών ταυτοτήτων, κουλτούρας, πολιτικών που ακολουθούνται αναφορικά με κοινωνικές ομάδες που μέχρι πρότινος ζούσαν περιθωριοποιημένες (όπως για παράδειγμα οι ομοφυλόφιλοι ή οι αθίγγανοι), στερεότυπων που ίσχυαν μέχρι πολύ πρόσφατα, πολιτιστικής διπλωματίας κ.ά.
Είμαι πεπεισμένος ότι ο πολιτισμός και οι διαπολιτισμικές σχέσεις πάντα έδεναν τους ανθρώπους μεταξύ τους και μέσα από την αποδοχή και τη σύνθεση γεννιόταν κάτι αυθύπαρκτο και πρωτότυπο.
Ένα βαθύτερο ερώτημα το οποίο όμως θα πρέπει να μας απασχολήσει λίγο περισσότερο είναι: κατά πόσο είναι θεμιτό και επίκαιρο να «κρυβόμαστε» πίσω από τα στεγανά του δικού μας πολιτισμού χωρίς να νιώθουμε την ανάγκη αλληλεπίδρασης με τις ξένες κουλτούρες, ακόμα και αν η δική μας ιστορία - κατά την άποψή μας - κρύβει μια αισθητική ανωτερότητα. Η πορεία της Ιστορίας εξελίσσεται συνεχώς και οι ανθρώπινες κοινωνίες παράγουν έργο ακόμα και αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Ο κάθε πολιτισμός κουβαλά την δική του αυταξία και ιδιαιτερότητα και αποτελεί την ταυτότητα ενός λαού και κομμάτι του είναι του με τα πράγματα να γίνονται περισσότερο περίπλοκα τη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, καθώς κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μονοπωλήσει το πολιτιστικό του προϊόν. Η πολιτιστική αγορά πλέον είναι προσβάσιμη από τους περισσότερους από εμάς μέσω του Διαδικτύου και της πλούσιας βιβλιογραφίας που υφίσταται στις βιβλιοθήκες. Εξάλλου, οποιοσδήποτε πολιτισμός έδωσε σάρκα σε κοινωνίες του παρελθόντος και άντεξε στο πέρασμα του χρόνου για αιώνες ολόκληρους, είναι θεμιτό να μελετηθεί και να καταλάβει μια θέση στην Ιστορία και οι πολιτιστικοί οργανισμοί επιτελούν και αυτόν τον σκοπό μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων τους.
Τα μουσεία σήμερα παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική επιρροή που έχει ένας λαός στον κόσμο και λογοδοτούν στην κοινωνία μέσα στην οποία αναπνέουν. Επηρεάζουν αντιλήψεις εφόσον είναι κοινωνικός θεσμός και αποτελούν σημείο αναφοράς για πολιτισμούς, θρησκευτικές ή κοινωνικές μειονότητες, φύλα και άτομα με διαφορετικό εκπαιδευτικό ή οικονομικό υπόβαθρο.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, μέσα από την έκθεση έργων τέχνης ενός λαού ξεδιπλώνεται ο τρόπος ζωής και τα ήθη και έθιμά του με αποτέλεσμα οι επισκέπτες ενός μουσειακού οργανισμού να μεταβάλλονται σε κοινωνούς του πολιτιστικού φορτίου που τα ίδια τα αντικείμενα μεταφέρουν. Έτσι, μέσω της γνωριμίας και της μουσειακής έκθεσης τα στερεότυπα που τυχόν επιβιώνουν μπορούν να εξαλειφθούν ευκολότερα και η ήπια δύναμη της πολιτιστικής διπλωματίας να δείξει ότι μερικές από τις διαφορές μεταξύ των κρατών μπορούν αν επιλυθούν χωρίς της επίδειξη σκληρής ισχύος, αλλά μέσα από τον σεβασμό και την αλληλοκατανόηση στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες.
Το Εβραϊκό Μουσείο Βερολίνου, ένα παράδειγμα του πως τα μουσεία μπορούν να καταπολεμήσουν μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας στερεότυπα και να διαφυλάξουν την μνήμη φρικτών εγκλημάτων στην Ιστορία
(Πηγή εικόνας: https://www.queen.gr/spiti/deco/story/21988/to-evraiko-moyseio-toy-verolinoy)
Σε συνάρτηση με τα παραπάνω και την σπουδαιότητα του ρόλου του μουσείου, αξίζει να αναφερθεί πως ο κάθε λαός διατηρεί τις δικές του προσλαμβάνουσες και τρόπο σκέψης, με την γεωγραφική απόσταση να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον πρόσληψη των μηνυμάτων που ο πολιτιστικός φορέας εκπέμπει. Η πολιτική κατάσταση και οι πρωτεύουσες ανάγκες (όπως για παράδειγμα όταν αναφερόμαστε σε κράτη με απολυταρχικά καθεστώτα ή με ανεβασμένους τους δείκτες φτώχειας) επίσης έχουν την δική τους σημασία στο πότε και πως μια χώρα και ένας λαός δίνουν βάθρο και τη σημασία που πρέπει στον πολιτισμό. Το υπεύθυνο επιστημονικό προσωπικό του μουσείου πρέπει να έχει ενσυναίσθηση που και σε ποιον απευθύνεται και τι είδους μηνύματα προσπαθεί να περάσει, όπως και την δυνητική αποτελεσματικότητα ή όχι του όλου εγχειρήματος.
Λαοί μάλιστα με κοινή ιστορική πορεία ή με παράδοση στις μεταξύ τους διαπολιτισμικές σχέσεις, όπως είναι για παράδειγμα η Ελλάδα με την Ρωσία, θα μπορούσαν μέσα στο πλαίσιο μιας μουσειακής έκθεσης ή ως μέρος της επίσκεψης πολιτικών ταγών σε ένα μεγάλο και με κύρος μουσείο, να προβάλλουν τον πολιτισμό τους και να θίξουν φλέγοντα πολιτικά ζητήματα. Τα πολιτιστικά σημεία επαφής δηλαδή μεταξύ δύο λαών θα ήταν δυνατό να αναδειχθούν μέσα στις προθήκες και προς όφελος της κρατικής πολιτικής και της οικονομίας.
Η ανάδειξη επίσης μιας δύσκολης μνήμης (όπως για παράδειγμα είναι το φρικιαστικό Ολοκαύτωμα) μέσα από αντικείμενα, βίντεο, προβολές ή και την ανέγερση νέων μουσείων αποτελεί μια θαυμάσια αφορμή όχι απλά για τη διατήρηση μνήμης ενός κακού ιστορικού γεγονότος που πρέπει να μην λησμονά η Ανθρωπότητα, αλλά και για την ευαισθητοποίηση των πολιτών ενός κράτους απέναντι σε αυτό και τα θύματά του ή την βελτίωση των διακρατικών σχέσεων, αν εκείνες έχουν διαταραχθεί κατά το παρελθόν.
Συνοψίζοντας, ο Πολιτισμός έχει τεράστια επιρροή όχι μόνο στον υποφαινόμενο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα, αλλά και στα ζητήματα που απαιτούν αλλαγή στην νοοτροπία και την κουλτούρα ενός λαού. Ήδη από την αρχαιότητα ήταν γνωστό πως η πολιτιστική διπλωματία μπορούσε να μεταβάλλει ισορροπίες και να έχει θετικό αντίκτυπο στις επαφές μεταξύ των κρατών. Στην σύγχρονη φαρέτρα της πολιτιστικής διπλωματίας έχει μπει και ο θεσμός του Μουσείου, με τις δυνατότητές του να είναι μεγάλες. Δεν συντηρεί, ούτε διαφυλάσσει απλά τα υλικά τεκμήρια που αφήνει στο διάβα του ο άνθρωπος, αλλά έχει σημαίνουσα βαρύτητα στην ψυχαγωγία του κοινού του και αποτελεί το κατάλληλο περιβάλλον όπου μπορούν να αναδειχθούν νέες ιδέες και να καταπολεμηθούν τα στερεότυπα, αγγίζοντας παράλληλα το συναίσθημα των εμπλεκόμενων μερών. Αυτό που πρέπει στην περίπτωση της Ελλάδας να αναπροσδιορισθεί είναι η εφαρμογή μιας πιο συστηματικής και οργανωμένης πολιτικής στον πολιτιστικό χώρο, έχοντας ταυτόχρονα κατά νου και τα ενδεχόμενα πολιτικά και οικονομικά οφέλη πρωτοβουλιών που δύνανται να βοηθήσουν την δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία .1
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Λασκαράτος, Κώστας, Πολιτισμός και Εξωστρέφεια: Ο ρόλος των Μουσείων και Άλλων Πολιτισμικών Φορέων στην Πολιτιστική Διπλωματία και τη Διεθνή Αλληλοκατανόηση, εκδ. Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ, Δεκέμβριος 2021 ΑΘΗΝΑ