Δρ Βασιλική Παπαγεωργίου, Κοιν. Ανθρωπολόγος - Επιστημονική συνεργάτης ΤΕΙ Ιονίων Νήσων - Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Σημειώσεις πάνω στα όρια και τις δυνατότητες της κινηματικής δράσης
Διατρέχοντας την επικαιρότητα τόσο στα δικά μας, όσο και αλλού, μπορούμε να καταγράψουμε έναν αναβρασμό κοινωνικό και μια αναταραχή, μια διάθεση ευρέων πληθυσμιακών στρωμάτων για εκφράσεις αντίστασης και αντίδρασης.
Ο απόηχος των γεγονότων στην πλατεία Ταξίμ είναι κοντινός, αλλά και στη Βουλγαρία πρόσφατο το πολυήμερο κύμα διαδηλώσεων: μια σειρά από ετερογενή βέβαια κοινωνικά συμβάντα, άλλοτε πιο ήπιας και άλλοτε πιο βίαιης συλλογικής εκδήλωσης σύγκρουσης, τα οποία δεν είναι εύκολο να τοποθετήσουμε σε μια κοινή βάση που τα συγκροτεί ή τα παράγει, παρότι εμπειρικά μπορεί να δειχτεί ότι εμπεριέχουν ρητά ή άδηλα λόγους και πρακτικές εναντίωσης στην σύγχρονη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Μάλιστα, μπορούμε τραβώντας στα άκρα την περιγραφή μας να πάμε και λίγο πιο πίσω χρονικά και να συμπεριλάβουμε τις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα, στα προάστια του Παρισιού το 2005, τις ποικίλες μορφές συγκρούσεων κατά τις συναντήσεις κορυφής των G8 κ.ο.κ. Επίσης, αυτόματα συνδέουμε το όλο εξεγερσιακό τοπίο με εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, όπως τα κινήματα κατάληψης της Γουόλ Στριτ και του Σίτυ του Λονδίνου. [1]
Αυτή η κινηματική ή εξεγερσιακή γενεαλογία της τελευταίας δεκαετίας, μας χρησιμεύει απλά ως εισαγωγή σε ένα κείμενο προβληματισμού γύρω από το πού πηγαίνει όλη αυτή η συλλογική και δημόσια δραστηριότητα, ποια είναι η σχέση της με κυρίαρχες δομές εξουσίας, ποιοι είναι οι λόγοι (discourses) που παράγει και ποια τα αποτελέσματά τους από τη σκοπιά της πολιτισμικής και κοινωνικής αλλαγής.
Τα ερωτήματα αυτά προσδιορίζουν όσο και περιορίζουν την αναλυτική σκοπιά που υιοθετείται για τις ανάγκες του παρόντος. Συγκεκριμένα, ενώ θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, και μάλλον έξω από τη σκοπιμότητα του άρθρου, μια θεωρητική –ιστορική και συγκριτική– περιδιάβαση των σύγχρονων κινηματικών μορφών (υπάρχει άλλωστε η σχετική βιβλιογραφία στην πολιτική επιστήμη που εξειδικεύεται), [2] θα ήθελα να μετατοπίσω την εστίαση και το ενδιαφέρον σε μια πιο ανθρωπολογικά ενήμερη σκοπιά: αναφέρομαι στην έννοια της αντίστασης (resistance), όπως αναπτύσσεται στη μελέτη και διερεύνηση των σχέσεων εξουσίας, προτείνοντας ότι αυτή η οπτική μας βοηθά να διευρύνουμε το πεδίο της κινηματικής συλλογικής δράσης, τις ερμηνευτικές μας δυνατότητες αλλά και να αποφύγουμε συγχύσεις και αόριστες όσο και επικίνδυνες πολιτικά διαπιστώσεις και διατυπώσεις, σημείο στο οποίο θα επανέλθω στα επόμενα. [3]
Η αντίσταση προϋποθέτει μια θεωρητική σύλληψη της κοινωνίας, ως ιεραρχικά δομημένης, με τους δρώντες – σύμφωνα με την μπουρντιεϊκή ανάλυση που θα χρησιμοποιήσω στην εδώ προσέγγιση– , άνισα κατανεμημένους χωρικά σε "τάξεις" ή αλλιώς συγκεντρώσεις διαφορετικών κατανομών τριών βασικά ειδών "κεφαλαίου", του κοινωνικού, του οικονομικού, του πολιτισμικού, αλλά και του συμβολικού (κύρος, γόητρο), σε επιμέρους πεδία. Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, οι ταξικοί αγώνες φέρουν ως κύριο διακύβευμα την διαπάλη για τους κυρίαρχους ορισμούς του κοινωνικού κόσμου και τις νόμιμες θεωρήσεις. [4]
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα επιχειρήσω να τοποθετήσω τις κοινωνικές συγκρούσεις που εκδηλώνονται από τις πρακτικές της αντίστασης στην επιβολή των κυρίαρχων λόγων του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι, η αντίσταση μπορεί να ιδωθεί ως μία μορφή συμμετοχής στο κοινωνικό/ πολιτικό πεδίο από συγκεκριμένες "θέσεις" στα πεδία αυτά. Με κάποια ειδικά χαρακτηριστικά που, χρήζουν εντατικής διερεύνησης. Προϋποθέτει, δηλαδή, η αντίσταση συγκεκριμένες εκδηλώσεις της εξουσίας, ικανές να προκαλέσουν συγκρουσιακές καταστάσεις σε μορφή και βαθμό έντασης και διάρκειας που διαμορφώνεται σε ένα πλαίσιο ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών (π.χ. την υποκειμενική όσο και συλλογική εμπειρία από τη μεριά των υποτελών αυτών των εκδηλώσεων ισχύος, το προϋπάρχον κινηματικό έθος και τις ανάλογες προδιαθέσεις σχετικές με αγώνες και διεκδικήσεις κ.α.).
Στη συνέχεια, θα προχωρήσω σε μερικές παρατηρήσεις – με την επιφύλαξη πάντοτε ότι τα ζητήματα αυτά χρήζουν εντατικής εθνογραφικής έρευνας, παρατήρησης και καταγραφής. Στην περίπτωση της Ελλάδας των τεσσάρων τελευταίων ετών, στην οποία θα επικεντρωθώ, τοποθετούμαστε ήδη στο περιβάλλον την κρίσης με όλες τις επιταγές και βίαιες παρεμβάσεις ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Ένα τέτοιο περιβάλλον είναι ικανή συνθήκη για την διαμόρφωση διαφόρων μορφών συλλογικής δράσης ως αντίστασης, όπως σκιαγράφησα προλογικά.
Διάφορες κοινωνικές κατηγορίες ή τάξεις με την έννοια που τις προσδιορίζει ο Μπουρντιέ – ως θέσεις σε πεδία – αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο και τα αποτελέσματα των αγώνων τους συναρθρώνονται στο ύφος των αγώνων αυτών. Μεσαία κατά βάση αστικά κοινωνικά στρώματα – συμπεριλαμβάνονται σε αυτά αρκετές ομάδες δημοσίων υπαλλήλων – είναι πιο προδιατεθειμένα σε δημόσιες εκδηλώσεις αντίδρασης, καθώς διαθέτουν ήδη το κοινωνικό και συμβολικό κεφάλαιο απαραίτητο για να προβούν σε τέτοιες ενέργειες: π.χ. ισχυρό ιστορικό συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων, δύναμη δημόσιας προβολής του λόγου τους, όπως στην περίπτωση των κινητοποιήσεων για την ΕΡΤ.
Τα πιο φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα, οι αποστερημένοι – τόσο υλικά όσο και πολιτισμικά – αδυνατούν ή δυσκολεύονται να αρθρώσουν λόγο συμμετοχής στα κοινά, συλλογικής διαμαρτυρίας, κλπ. Ωθούνται στην οδύνη της απομόνωσης και της σιωπής (κάποτε και στην αυτοχειρία;) Έτσι, χιλιάδες μικρέμποροι που έκλεισαν τα καταστήματά τους εν μία νυκτί, αποχώρησαν σιωπηλά από τον κοινωνικό βίο και πέρασαν στην ανεργία και απραξία.
Στο σημείο αυτό, έχουμε μια από τις βασικότερες παρανοήσεις ή συγχύσεις στις οποίες αναφέρθηκα στην αρχή, όπου σύμφωνα με ένα λόγο επίσημο – από τα ΜΜΕ και από τους πολιτικούς – η αποστέρηση και η ανεργία είναι ισχυροί παράγοντες κοινωνικής έκρηξης: υιοθετείται δηλαδή μία ρητορική "κοινωνικής συνοχής", προβάλλεται η κοινωνία σαν μια ολότητα που απειλείται. Ζητούν αυτοί οι οποίοι πρωταγωνιστικά δρουν για την υπεράσπιση της κυρίαρχης τάξης και εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού που παράγει αυτά τα αποτελέσματα που θα προκαλέσουν κοινωνική έκρηξη, να τους προφυλάξει κάποια μυστήρια δύναμη από αυτήν, και καμώνονται ότι φοβούνται τα στρώματα των εξαθλιωμένων που αυξάνονται δραματικά, όταν γνωρίζουν ότι αυτές είναι και οι ιδανικές συνθήκες για να αδρανήσουν: πράγματι, η γενικότερη ανασφάλεια, η πλήρης διάλυση οποιωνδήποτε συνθηκών προστασίας του εργαζόμενου οδηγούν στη σιωπή του, την πειθήνια στάση του, και ακόμη στην έξαρση της ατομικότητας.
Όπως, χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο Μπουρντιέ, δεν πρέπει να αναφερόμαστε σε «στρατό εφεδρείας ανέργων» – που είναι ένα μαζικό φαινόμενο της εποχής του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού – επειδή η έννοια του "στρατού" υπονοεί συλλογικότητα, ακριβώς αυτό που δεν υπάρχει σε συνθήκες στις οποίες αναφερόμαστε. [5]
Στη συνέχεια, και ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα το οποίο θα ήθελα να θίξω εδώ, θα πρέπει να αναλογιστούμε, όπως ήδη υπαινίχτηκα, και τις "θέσεις" από τις οποίες δρα (ομιλεί, αγωνίζεται, συμμετέχει) κάποιος στα πεδία αντιπαράθεσης.
Η υιοθέτηση επαναστατικού -ριζοσπαστικού λόγου δεν καθιστά κάποιον επαναστάτη, εφόσον συμμετέχει σε πεδία κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν βάσεις κυριαρχίας. Έτσι, για να αντλήσω πάλι από το παράδειγμα της ΕΡΤ, κάποιος που υπερασπίζεται την ΕΡΤ, αντλώντας κύρος από το συμβολικό κεφάλαιο που απορρέει από την σχέση μαζί της, δεν μετατρέπεται αίφνης σε πολέμιο των νεοφιλελεύθερων πρακτικών.
Ενώ, εδώ, ας σημειώσω παρενθετικά, ότι έχει μια ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι συχνά η υιοθέτηση αντισυστημικού λόγου συνιστά παράγοντα που προσδίδει σε κύρος (συμβολικό κεφάλαιο). Παρόμοια εδώ – και ομολογώ πως θα ήταν ενδιαφέρουσες κάποιες ερευνητικές εργασίες – η περίπτωση ενός γιατρού, για παράδειγμα, που συμμετέχει σε εγχειρήματα αλληλεγγύης (κοινωνικά ιατρεία κ.λπ.), υιοθετώντας άνετα έναν αντισυστημικό λόγο για την κατάλυση του κράτους πρόνοιας, αλλά από τη θέση του δημόσιου λειτουργήματος που υπηρετεί (π.χ. μια θέση στο ΙΚΑ), ασκεί παρόμοια εξουσία, υποβάλλοντας σε δοκιμασίες ταλαιπωρίας, περιφρόνησης ή αναίδειας εξαρτημένους από την ανάγκη ανθρώπους.
Από την αγνόηση αυτού του στοιχείου, της "θέσης", δηλαδή, των κοινωνικών δρώντων, παράγονται μια σειρά από νέες συγχύσεις που συχνά χρησιμοποιούνται σκόπιμα από τους ειδικούς διαχειριστές του δημόσιου λόγου, προκειμένου να δημιουργήσουν αρνητική εικόνα, σύγχυση και εντέλει την αδιαφορία και την απολιτική στάση του κοινού. Έτσι, για παράδειγμα, προσάπτοντας εξτρεμισμό εκεί που κατ' ουσίαν δεν υπάρχει (π.χ. στο πρόσφατο παράδειγμα υιοθέτησης διατυπώσεων και συνθημάτων από το εμφυλιοπολεμικό σκηνικό στη βουλή), βρίσκουν ευκαιρία να παίξουν με την ειρωνεία και τον κυνισμό και να κατασκευάσουν ένα ευτελισμένο, άξιο περίγελου φαντασιακό σκηνικό αντιπαράθεσης και κοινωνικής σύγκρουσης στη σύγχρονη Ελλάδα. Παρόμοια, επίσης, χρησιμοποιούν τώρα την εικόνα του "βολεμένου συνδικαλιστή" – αφού μας βομβαρδίζουν με όλες τις περιπτώσεις αδικημάτων κατασπατάλησης και κακοδιαχείρισης η οποία ως στίγμα τώρα τους προσδιορίζει –, γελοιοποιώντας τη δυνατότητα οργανωμένης παραγωγής λόγου ενάντια στα σύγχρονα καπιταλιστικά προτάγματα. Άλλη μια μορφή γελοιοποίησης είναι η μομφή του "λαϊκισμού" την οποία προσάπτουν σε όσους αντιστέκονται στα εγχειρήματα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού που εισηγούνται οι κυρίαρχοι. Ενώ, χαρακτηριστικός των επιχειρημάτων που αναπτύσσω εδώ, είναι ο συχνά ανώδυνος και εύκολος πράγματι κοινωνικός ακτιβισμός των περασμένων ετών πολλών συνδικαλιστών (κάποιοι εξακολουθούν να το κάνουν), που υιοθετούσαν ριζοσπαστικό λόγο, για να καμουφλάρουν τον κονφορμισμό τους – και όλης της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπούσαν –, αυτό που αποκαλείται γενικά ή κατηγορείται σήμερα από όλο σχεδόν το φάσμα της πολιτικής σκηνής ως προάσπιση των «στενών συντεχνιακών συμφερόντων».
Στα επόμενα, θα συμπληρώσω σημειώσεις γύρω από κάποια άλλα ζητήματα, κάπως συνοπτικά βέβαια. Όπως ήδη επισημάνθηκε, η ολοένα και μεγαλύτερη αποστέρηση και ανεργία, άρα απομόνωση από κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι παράγοντες ευνοϊκοί προς την συμμετοχή και υιοθέτηση πρακτικών αντίστασης – τουλάχιστον δημόσιας. Πέραν αυτών, και παρά τις ενθουσιώδεις δηλώσεις για διοικητική αναδιάρθρωση, που θα είναι δήθεν προς το κοινό όφελος, τουναντίον, ο επιθετικός νεοφιλελευθερισμός παγιδεύει τον πολίτη σε μια "γραφειοκρατία της επιβίωσης". Όπου η μιζέρια και η αδράνεια της "ουράς" (χρησιμοποιώ τη μεταφορική εικόνα "του πολίτη που περιμένει στην ουρά" ως δηλωτική έκφρασης σχέσεων εξουσίας), σωματοποιεί την αδράνεια της σκέψης, για την ακρίβεια ακυρώνει τη δυνατότητα ριζοσπαστικής σκέψης, και το αντίθετο, εγκαθιδρύει τον τρόμο τού «τουλάχιστον να μη μου κόψουν το επίδομα», ή «περίμενα όλο το πρωινό για να κάνω το διακανονισμό μου στη ΔΕΗ», «θα πάρω το παλιό μου φάρμακο ή θα μου δώσουν το γενόσημο», και άλλα παρόμοια, από ένα ευρύ πλέον ρεπερτόριο κακομοιριάς των υποδεέστερων ευρέων πληθυσμιακών στρωμάτων. Η κατατρομοκράτηση είναι πανταχού παρούσα, με οργουελικής έμπνευσης σχέδια ελέγχου των νοικοκυριών, και δυσνόητη γραφειοκρατία που αδυνατούν να παρακολουθήσουν ιδιαίτερα οι ομάδες υποδεέστερων όπως αμόρφωτοι της περιφέρειας, ηλικιωμένοι, νεαρά σε ηλικία άτομα.
Κινήματα με δημόσια παρουσία αντίστασης – όπως εν μέρει των αγανακτισμένων που κατέλαβαν για κάποιο διάστημα πλατείες – υιοθετούν ριζοσπαστική ρητορική, αλλά έχουν εξασθενημένη ισχύ, καθώς είναι πολύ δύσκολη, για λόγους που ακροθιγώς αναφέρθηκα στα προηγούμενα, η πρόσβαση και διείσδυση σε άλλα πληθυσμιακά στρώματα (π.χ. της περιφέρειας, του χωριού), πέρα από αυτά που ήδη συμμετέχουν (αστικές περιοχές του κέντρου, μεσαίες και υψηλές κοινωνικοοικονομικά ομάδες, μορφωμένοι, φοιτητές κ.λπ.). Τα κινήματα αυτά είναι επίσης καταδικασμένα σε μια περιορισμένη ισχύ, καθώς – όπως, ήδη, σημείωσα – τα υπηρετούν και δρώντες που υπηρετούν, εξίσου, τις θέσεις εξουσίας που, υποτιθέμενα, αντιμάχονται (χαρακτηριστική η περίπτωση αρκετών διανοούμενων και ακαδημαϊκών, ή επίσης επιστημόνων του νομικού χώρου που ανάγουν το νόμο σε φετίχ, θεωρώντας ότι η κοινωνική ανισότητα θα θεραπευτεί με νομοθετήματα, ενώ η κοινωνική αδικία είναι αντισυνταγματική!) [6].
Όταν τα πράγματα γίνονται πραγματικά ενοχλητικά ή επικίνδυνα για την εξουσία και τη θεσμική ισχύ και αίγλη, τότε – όπως όλοι γνωρίζουμε – χρησιμοποιείται η βίαιη καταστολή (περιπτώσεις όπως στις Σκουριές Χαλκιδικής), προκειμένου να καταδηλωθεί περίτρανα μέχρι πού επιτρέπεται να φτάσουν τα όρια. Μια τέτοια επίσης περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, και οι εξεγέρσεις του Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα, που δοκίμασαν τόσο τα όρια του ενός κινηματικού δυναμικού, χωρικά προσδιορισμένου σε συγκεκριμένες ζώνες του αστικού χώρου, όσο και τα όρια της κρατικής ανοχής και καταστολής. [7]
Πριν όμως, συνηθέστερα, έχουν δοκιμαστεί και δοκιμάζονται όλα τα μέσα ηγεμονικού προσεταιρισμού του κοινωνικού συνόλου, δηλαδή συναίνεσης και αποδοχής ως "φυσικής" της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Έτσι, διόλου τυχαία, κάνει την εμφάνισή του και ακμάζει στα χρόνια της κρίσης το είδος εκείνο του λόγου (discourse) που είναι απαραίτητος στην ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, (που εδράζεται για παράδειγμα στο λόγο περί εθελοντισμού/ κοινωνίας πολιτών, ή στο λόγο περί εταιρικής κουλτούρας). Καθόλου τυχαία επίσης, η παραγωγή από τα media ενός νέου τύπου ανθρώπου, του "καλού" ανθρώπου (όχι με τις συνδηλώσεις της μορφής και της προσωπικότητας του Βέγγου, αλλά) που είναι ο "ήρωας της καθημερινότητας", έτοιμος για την αφιλοκερδή προσφορά του στο κοινωνικό σύνολο και την επίδειξη ανιδιοτέλειας που μετατρέπει την ανακούφιση του πόνου και τη λύτρωση της ανάγκης σε ατομικό ανδραγάθημα (αναφέρομαι στην φετινή παραγωγή του Αντένα «ήρωες ανάμεσά μας», που αποτελεί ένα σχετικό παράδειγμα αυτής της τάσης στα media, από τα πιο χαρακτηριστικά αλλά όχι και το μοναδικό).
Παράλληλα, στον αγώνα για την κυρίαρχη θεώρηση του κοινωνικού κόσμου, οι ισχυροί κάνουν τα πάντα για να δοξάσουν την κυριαρχία των εταιρειών και της ελεύθερης αγοράς, και να διαβάλουν το δημόσιο χαρακτήρα των βασικών κοινωνικών αγαθών και κεκτημένων και κατ' επέκταση το κράτος, προσπαθώντας να μας κάνουν να αρνηθούμε το αυτονόητο, ότι στο κράτος εδράζονται ως θησαυροφυλάκιο οι εγγυήσεις για τα παραπάνω.
Κάπου εδώ, υπεισέρχεται και η επίκληση της "βίας", που όταν συνοδεύει κάποια "από τα κάτω" πολιτική της αντίστασης παρουσιάζεται ως "αντικοινωνική". Σε ένα τέτοιο ρητορικό εγχείρημα οι δρώντες που υπηρετούν θεσμικές θέσεις, καμώνονται τους ενθουσιώδεις θιασώτες των μη βίαιων αντιδράσεων, και επικαλούνται το διάλογο και τις δημοκρατικές διαδικασίες, εννοώντας ως μη βίαιες, τις συναινετικές, συμφέρουσες προς αυτά που πρεσβεύουν, δράσεις.
Η επίμονη προσπάθεια νέκρωσης της κριτικής και ανατρεπτικής σκέψης, της γενεσιουργού δύναμης κατά τη γνώμη μου κάθε ριζοσπαστικού κινήματος, είναι πανταχού παρούσα στην σύγχρονη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και αλλού. Ας σημειώσω, εξάλλου, ότι σε αυτό το πλαίσιο θα ενέτασσα την άμεση και ταχεία επέμβαση των δυνάμεων καταστολής σε χώρους κατάληψης πολύ πρόσφατα στην Πάτρα (κατά τις αρχές Αυγούστου), την εκκένωση και την οριστική παύση λειτουργίας τους: τόποι συμβολικά συνδεδεμένοι με το αναρχικό και αντιεξουσιαστικό κίνημα στην Πάτρα, που φέρει κάποια ιστορικότητα, με συνεχή και έντονη δράση και πρωτοβουλίες, περιορισμένη όμως διείσδυση στην ευρύτερη κοινωνική και πολιτισμική ζωή – λόγω των περιορισμών στους οποίους είναι καταδικασμένα αυτά τα κινήματα – όπως ήδη αναφέρθηκα. [8]
Για τον επίλογο, θα επανέλθω στον Μπουρντιέ: αν δεχτούμε την πάλη για τον ορισμό του κυρίαρχου νοήματος και της επιβολής των κυρίαρχων παραστάσεων θεώρησης του κοινωνικού κόσμου ως μια ακατάπαυστη εργασία που εκτελούν οι άνισα κατανεμημένοι κοινωνικοί δρώντες (σε τάξεις/ομαδώσεις μέσα στον κοινωνικό χώρο), όπως εισηγήθηκα στην αρχή, (εργασία που γίνεται πιο εντατική στο πολιτικό πεδίο των κινηματικών δράσεων αντίστασης), θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε ή να επανεντάξουμε στην ερευνητική αλλά και πρακτική μας εστίαση, αυτό που υποστηρίζει ο μεγάλος κοινωνιολόγος για τη "συμβολική ανατροπή". Για να μπορέσει να είναι αποτελεσματικός ο αγώνας και να κινητοποιήσει σε δράση ανατρεπτική, θα πρέπει να μεταβάλλει την κοσμοθεώρηση, δηλαδή τη γνώση, την παράσταση για τον κοινωνικό κόσμο, με λίγα λόγια να προβεί σε μια συμβολική επανάσταση. [9]
Η βιαιότητα της κρίσης των τελευταίων ετών συνοδεύει αλλαγές σε πολλά πρότυπα σκέψης, συμπεριφοράς, ιδεολογικών προσανατολισμών, αξιακών προτεραιοτήτων, κοινωνικών σχέσεων. Επηρεάζει αναπόφευκτα και τις πρακτικές της αντίστασης, ενεργοποιώντας συχνά το προϋπάρχον συγκρουσιακό δυναμικό, ιδίως βέβαια στα αστικά περιβάλλοντα. Αυτό είναι αρκετά εμφανές σε επίπεδο μορφών και εκδηλώσεων της αντίστασης που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια, με συγκεκριμένες όμως δυνατότητες και περιορισμούς, όπως εξετάσαμε. Στο πεδίο της διαπάλης, οι ισχυροί είναι σε πιο ευνοϊκή θέση ώστε να μπορούν να αντιπαλέψουν τα μέσα αντίστασης των υποδεέστερων σε βαθμό που μπορεί ενίοτε να την οικειοποιηθούν προς ίδιον όφελος. [10] Γι' αυτό μία από τις αγαπημένες τεχνικές των ισχυρών (πολιτικών, δημοσιογράφων κ.α.) αποτελούν τα γλωσσικά παιχνίδια δηλώσεων και διατυπώσεων –τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το twitter προσφέρονται έξοχα– τα οποία, με την χυδαιότητα και τον κυνισμό τους, υπενθυμίζουν διαρκώς ποιος ορίζει τους κανόνες. Η ανατρεπτικότητα ως μείζον διακύβευμα στο πολιτικό πεδίο των κινηματικών πρακτικών αντίστασης ορίζει την αποτελεσματικότητα των αγώνων και παραμένει ζητούμενο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ένα σχεδίασμα των σύγχρονων κοινωνικών αντικαπιταλιστικών – όπως τα ονομάζει – κινημάτων, μας δίνει ο πολύ γνωστός και στην Ελλάδα κριτικός διανοούμενος, Ντέϊβιντ Χάρβεϊ, ανθρωπολόγος και γεωγράφος, στο έργο το Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού (ελλ. Έκδοση, 2011, Καστανιώτης). Ο Χάρβεϊ είναι ένα παράδειγμα σύγχρονου διανοούμενου, με δημόσια κριτική παρέμβαση και μεγάλη αποδοχή, που τη σκέψη του διατρέχει η αναζήτηση εναλλακτικής λογικής σε αυτήν του καπιταλισμού.
Επίσης, ενδιαφέρον πραγματολογικό υλικό και πολύ καλή ενημέρωση για κινηματικές δράσεις στην Ελλάδα και τον κόσμο μπορεί κανείς να βρει στην στήλη "Εύφλεκτη ύλη" του Αχιλλέα Φακατσέλη, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
[2] Βλ. ενδεικτικά Σεραφείμ Σεφεριάδης, «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Κοινωνικής Επιστήμης, τ. 27, 2006.
[3] Η έννοια της αντίστασης έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την πολιτική κοινωνιολογία και ανθρωπολογία. Ειδικότερα, ο πολιτικός επιστήμονας James C. Scott, με τη δουλειά του πάνω σε μορφές καθημερινής αντίστασης των υποδεέστερων, διεύρυνε εξαιρετικά το θεωρητικό και ερευνητικό πεδίο των σχέσεων εξουσίας/κυριαρχίας: υποτέλειας (βλ. James C. Scott, 1990, Domination and the arts of resistance, αλλά και Weapons of the Weak, 1985).
[4] Το έργο του κορυφαίου γάλλου κοινωνιολόγου Πιέρ Μπουρντιέ (Pierre Bourdieu, 1930-2002) είναι τεράστιο και βαθιά επιδραστικό, και λίγες γραμμές είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψίσουν βασικές αρχές του, ειδικότερα εφόσον ο αναγνώστης δεν είναι μυημένος. Γι' αυτό και παραπέμπω σε – αλλά και συνιστώ – κάποια από τα έργα του που είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά, μεταξύ των οποίων και το πολύ δυνατό Pierre Bourdieu, Γλώσσα και συμβολική εξουσία, Αθήνα, Ινστιτούτο του βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα, 1999. Ο Μπουρντιέ, αναπτύσσει μια θεωρία του κοινωνικού χώρου που έρχεται σε ρήξη με τον οικονομισμό της παραδοσιακής μαρξιστικής προσέγγισης, και η οποία βασίζεται σε "σχέσεις" και όχι σε υποστασιοποιημένες οντότητες (τάξεις). Τα υποκείμενα (οι κοινωνικοί δρώντες) ορίζονται από "θέσεις" στο χώρο, οι οποίες θέσεις με τη σειρά τους διαμορφώνονται από ένα σύνθετο πλέγμα ειδών "κεφαλαίου" (αναγνωρίζει τέσσερα κυρίως είδη: το οικονομικό, το κοινωνικό, το πολιτιστικό και το συμβολικό) που κατέχει ο καθένας σε διαφορετικά πεδία (π.χ. οικονομικό, πολιτιστικό, πολιτικό κ.λπ.). Σημαντική επίσης σε αυτήν τη θεώρηση, είναι η έμφαση στην σύγκρουση και στον αγώνα των δρώντων (ή των τάξεων) για κυριαρχία.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι, σπάνιο παράδειγμα ριζοσπάστη κριτικού διανοούμενου, ήθελε να εισάγει την κριτική αναστοχαστική του κοινωνιολογία στην πρακτική του αγώνα των υποδεέστερων στο πολιτικό πεδίο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ξεχώρισε για την ενεργό – άνευ κομματικής ταύτισης – συμμετοχή του με δημόσιες παρεμβάσεις, συμπαράσταση σε εργατικά κινήματα και αγώνες συνδικάτων στη Γαλλία, προσανατολισμένα σε ένα χειραφετητικό πρόγραμμα που πρέσβευε για την πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.
[5] Βλ. ειδικότερα την δριμεία κριτική του διανοούμενου για το νεοφιλελευθερισμό στο Acts of resistance: against the new myths of our time, 1998. Ο Μπουρντιέ στηλιτεύει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία των υπερεθνικών εταιρειών, την πλήρη κατάλυση του δημόσιου, κύριος εκφραστής του οποίου είναι το κράτος, την Αμερικανοποίηση της Ευρώπης, (με τον όρο Ευρωκρατία αναφέρεται στην κυριαρχία μιας συμμαχίας της οικονομικής ολιγαρχίας, της πολιτικής γραφειοκρατίας και της βιομηχανίας των μέσων). Οι αναγνώστες μπορούν επίσης να δουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον (διαθέσιμο στο διαδίκτυο) «Neo-liberalism, the Utopia (becoming e reality) of unlimited exploitation», επιλογικό κείμενο στη συλλογή άρθρων του συγγραφέα, Acts of resistance, against the tyranny of the market, New York: The new press.
[6] Βλ. σχετικό άρθρο μου, Βασιλική Παπαγεωργίου, Έγκυρος λόγος και συμβολική εξουσία: περί της πολιτικής παρέμβασης των διανοουμένων στην Ελλάδα της κρίσης, www.anthropologia.gr.
[7] Εξαιρετική, το δίχως άλλο, περίπτωση εξέγερσης, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, που γι' αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών μελετητών της κινηματικής δράσης. Ξεχωρίζω και αναφέρω όμως εδώ την, αρκετά εμπεριστατωμένη σε πραγματολογικό κυρίως υλικό, συλλογή άρθρων, συγγραφέων και ερευνητών που εμπνέονται από την αναρχική σκέψη (σύγχρονη εμβληματική μορφή της οποίας και με έντονη ανάμειξη σε κινήματα, ο ανθρωπολόγος David Graeber) Revolt and Crisis in Greece (επιμ. Vradis, A. και D. Dalakoglou, 2011), και αποτελεί έκδοση του Occupied London, αναρχικής συγγραφικής κολεκτίβας – www.occupiedlondon.org.
[8] Αναφέρω, χωρίς να είναι επί του παρόντος να επεκταθώ, ότι ο αντιεξουσιαστικός χώρος στην Πάτρα, έχει συνδεθεί με περιστατικά κατά καιρούς βίαιων συγκρούσεων με την αστυνομία (μεταξύ άλλων κατά το τελευταίο έτος συγκρούσεις με την οργάνωση της Χρυσής Αυγής στην πόλη), και έχει στιγματιστεί αρκετά από τα τοπικά μέσα ως παράγων αναταραχής στην πόλη. Αξίζει να αναφερθεί η έντονη παρουσία του σε ήπιες δράσεις παραγωγής αντισυστημικού λόγου, όπως προβολές ταινιών, συζητήσεις, παραγωγή έντυπου λόγου – αφισών και ενημερωτικών φυλλαδίων για την επικαιρότητα και πολιτικά θέματα κ.λπ. Εξακολουθώ να πιστεύω, ότι διάφορα ζητήματα, όπως η επίδραση και ο βαθμός διείσδυσης τέτοιων κινήσεων αντιεξουσιαστικού λόγου στο περιβάλλον που δραστηριοποιούνται, ανήκουν σε αυτά που χρήζουν περεταίρω διερεύνησης.
[9] Για τον Ντέϊβιντ Χάρβεϊ, αυτό είναι μάλλον το "όραμα", στο προαναφερθέν έργο του στη σημείωση 1(σελ. 223): ένα ζωογόνο όραμα που πρέπει να εμπνεύσει ως αντίπαλον δέος στην κυρίαρχη παγκόσμια καπιταλιστική ισχύ, την ανάπτυξη ενός εναλλακτικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.
[10] Σε αυτό το σημείο παραπέμπω στην άποψη του Τάκη Φωτόπουλου – δημοσιευμένη σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία με τίτλο «"Εξεγέρσεις" και ελληνική "κανονικότητα"», 21/7/2013 – σύμφωνα με την οποία οι μαζικές εξεγέρσεις των τελευταίων ετών δεν μπορούν να οδηγήσουν σε θεσμικές αλλαγές, καθώς οι υπερεθνικές ελίτ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης κινητοποιούν εναντίον τους ένα άμορφο πλήθος λαϊκών στρωμάτων που δεν προτείνουν ή δεν εμπνέονται από κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα ριζικών αλλαγών. Έτσι, όμως, οι εξεγέρσεις αυτές λήγουν άδοξα όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, και τελικά επιτυγχάνεται ο στόχος των κυρίαρχων: «η δημιουργία της εντύπωσης, όχι μόνο μιας ψευδοδημοκρατίας [....] αλλά και μιας ψευδοεπανάστασης, έτσι ώστε κάθε πιθανή μορφή αντισυστημικού αγώνα να είναι μπλοκαρισμένη και μάλιστα κατά "δημοκρατικό" τρόπο!»