παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος
Κάθε φορά που διαβάζω κείμενα της Παναγιώτας Λάμπρη, διάσπαρτα, δημοσιευμένα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλέον, διαπιστώνω την ανεξάντλητη έμπνευσή της, που μας προσφέρει άλλοτε ποίηση, άλλοτε διηγήματα και άλλοτε λαογραφικά κείμενα, που διασώζουν συνήθειες παλιές, για να μην ξεχαστούν ή για να τις γνωρίσουν οι νεότερες γενιές, που δεν τις έχουν βιώσει όπως εμείς, που πλέον είμαστε από τις παλιότερες γενιές, που …παλιώσαμε πλέον!
Πονά η Παναγιώτα για τα έθιμα που χάνονται με το πέρασμα του χρόνου και με το σύγχρονο αστικό τρόπο ζωής. Έτσι στο διήγημα «Η Λάμπρω»: «Θλιβόταν πολύ και ένιωθε πως τόσο αυτό όσο και άλλα από τα έθιμα του χωριού της χάνονταν στη ρύμη των καιρών. Οι άνθρωποι απομάκρυναν από την ζωή τους τον ένα μετά τον άλλον τους δεσμούς με το παρελθόν και τους προγόνους τους και η ίδια ποθούσε, σχεδόν παρακαλούσε να ’ρθει η ώρα να πεθάνει, για να μη βλέπει την κατάντια, όπως συνήθιζε να λέει…»
Η Παναγιώτα έχει ήδη ένα πλούσιο έργο σε βιβλία, που κατατάσσονται και στα τρία παραπάνω είδη και το συγγραφικό της έργο παρακολουθώ χρόνια τώρα από τότε που γνωριστήκαμε ως συνάδελφοι και γίναμε καλοί φίλοι.
Μια ευχάριστη έκπληξη το νέο βιβλίο της με διηγήματα, αφιερωμένα στις γυναίκες, στη μητέρα της «και στις άλλες αγρότισσες μανάδες», όπως αναφέρει στην προμετωπίδα του βιβλίου, «τις αγαθοδαίμονες της Ρωμιοσύνης, με ευγνωμοσύνη», όπου μας παρουσιάζει τις γυναίκες της παλιάς Ελλάδας, τις γυναίκες του μόχθου, που αναλάμβαναν κάθε δουλειά, στο σπίτι ως νοικοκυρές, μανάδες, νύφες, σύζυγοι, πεθερές, αλλά και στα χωράφια μαζί με τους άνδρες ή και μόνες. Είναι οι γυναίκες, που όλα περνούσαν από τα προκομένα χέρια τους: «Τα αεικίνητα, φιλόπονα χέρια της, για τα οποία έλεγε, άμα λάχαινε, όλο περηφάνια: “Αυτά τα χέρια! Και τι δεν έκαναν αυτά τα χέρια!” Ναι, τα ρικνά της πια χέρια και τι δεν είχαν κάνει!», γράφει για την ηρωίδα του δεύτερου διηγήματος, την Αναστασία. «Τα θωρώ και μου μοιάζουν με φτερά απλωμένα που θέλουν να πετάξουν, αλλά δεν ξέρω για πού!» θα πει στην Ανθούλα η γιαγιά της στο διήγημα «Η Πανάγιω» και «Αποκλειστικά για μένα δεν ξέρω αν έκανα κάτι, αλλά νομίζω πως όλα αυτά, τα οποία έκανα για τους άλλους, τα έκανα και για μένα». Τα χέρια της προσφοράς για αυτά τα αγαθά στοιχειά, που σαν φτερά φροντίδας και προστασίας άπλωναν στα αγαπημένα πρόσωπα και αυτό ήταν η δική τους ικανοποίηση: «τα έκανα και για μένα»…
Διαβάζοντας αναγνωρίζω συνήθειες παλιές, που σίγουρα σε νεότερους δεν λένε κάτι, όπως: «…Αυτή τη φορά θα κάνεις θυγατέρα. Δεν βλέπεις πόσο ομόρφυνες και πόσο χαμηλά είναι η κοιλιά σου; Σίγουρα θα κάνεις. Προχτές τράβηξα το γιάντες κι έδειξε το ίδιο!». Πόσοι από τους νεότερους γνωρίζουν το «γιάντες»;… Ποιος στη σημερινή εποχή κατανοεί εύκολα τη χαρά των παιδιών, που γεύονταν πορτοκάλια, σπάνιο είδος φρούτων σε ορεινές περιοχές, για τις εποχές που η αγορά δεν είχε τη σημερινή μορφή και έκταση, αφού η πορτοκαλιά δεν ευδοκιμεί σε υψόμετρα με τις γνωστές χαμηλές θερμοκρασίες και τα πορτοκάλια ήταν δυσεύρετα, αν όχι και άγνωστα για κάποιους! Διαβάζουμε στο διήγημα «Η Όλγα»: «Περιττό να περιγραφεί η χαρά που συνόδευσε το καθάρισμα και τη βρώση των ζουμερών πορτοκαλιών, των οποίων η κοιλιά ήταν γεμάτη με παιδάκια! [* μικρές φέτες στο κέντρο του πορτοκαλιού, έτσι τις αποκαλούσαμε κι εμείς ως παιδιά…] Έτρωγαν και το μαλακό γλυκό άσπρο περίβλημά τους, ενώ κάποιες φλούδες τις έριχναν στη φωτιά και γέμιζε η ατμόσφαιρα από το υπέροχο μεθυστικό άρωμά τους! Και ο Λάμπρος, γνωρίζοντας πως σπάνια γευόντουσαν εσπεριδοειδή, χαιρόταν πάρα πολύ και υποσχέθηκε πως με την πρώτη ευκαιρία θα τους ξαναστείλει».
Πολλές φορές οι ιστορίες που αφηγείται η Παναγιώτα μοιάζουν μικρά δράματα με στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όταν, για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα «Η Αλεξάνδρα» ο πλανόδιος έμπορος, φιλοξενούμενος μια νύχτα σε σπίτι πελατών του, γίνεται μάρτυρας της παρουσίας των στοιχειών, που εμφανίστηκαν να «μοιράνουν» το νεογέννητο της σπιτονοικοκυράς. Ιστορίες, που παλιότερα γίνονταν πιστευτές και δεν αποτελούσαν μόνο στοιχεία παραμυθιού, ήταν πεποίθηση πως συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα τέτοιες ιστορίες άκουγα κι εγώ από τη γιαγιά μου! Οι τρεις Μοίρες (της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας) Κλωθώ, Άτροπος και Λάχεσις, όπως αναφέρεται στο διήγημα, «Είπαν πολλά, πάρα πολλά. Αλλά εκείνο, το οποίο τον συντάραξε ήταν πως “ο ξένος που βρίσκεται στο σπίτι θα γίνει ο σύζυγος της νιογέννητης”». Ταράσσεται ο ξένος, βασανίζεται να βρει λύση, να αποφύγει το μοιραίο και, όχι χωρίς τύψεις για το κακό που θα προκαλούσε στους ευεργέτες του που τον φιλοξένησαν, αποφασίζει: «Θα σκότωνε το βρέφος! Ναι, θα το θανάτωνε, θα έφευγε μακριά και ούτε που τον ένοιαζε αν θα ’χε βερεσέδες ανεξόφλητους». Η απέλπιδα αυτή λύση δεν μας θυμίζει το βρέφος Οιδίποδα, που έπρεπε να θανατωθεί, για να μην εκπληρωθεί της Μοίρας η προφητεία; Αλλά, όπως στην περίπτωσή του, έτσι έγινε και με αυτό το βρέφος, διασώθηκε, με ένα σημάδι στο κορμί της όμορφης Αλεξάνδρας από το φράχτη, όπου εκσφενδόνισε το μωρό ο ξένος. Όταν μετανιωμένος αυτός επιστρέφει, την ερωτεύεται σφόδρα και δεν αποφεύγει τη μοίρα του. Ευτυχές τέλος εδώ, αντίθετα από του Οιδίποδα την ιστορία.
«Η Βάγγιω» η αλαφροΐσκιωτη, με το κάπως σαλεμένο της μυαλό, έγινε η καλύτερη μάνα για τα έκθετα παιδιά που της έφεραν, αφού δεν έλεγε όχι να αναλάβει τη φροντίδα και την ανατροφή τους, έτσι αγαθή που ήταν. «Και στο ξόδι της, κόσμος πολύς! Όλοι έλεγαν πως δεν είχαν δει άλλη φορά νεκρή με αγγελικό πρόσωπο! Το φωτοστέφανο της έλειπε, σχολίαζαν. Έλειπε όμως στ’ αλήθεια ή απλά οι ίδιοι δεν είχαν καθαρότητα ψυχής και μάτια γαλήνια, για να το δουν;»
Αγαθά στοιχειά οι ηρωίδες των διηγημάτων, και «Η Ευανθία» ανάμεσά τους, που πλήρωσε με τη ζωή της από τα χέρια του αδελφού της την υποτιθέμενη χαμένη τιμή της, για ένα αγνό έρωτα πριν ακόμα ολοκληρωθεί. Θύμα εγκλήματος τιμής, μια από τις πολλές αδικοχαμένες ζωές γυναικών. Φαινόμενο, που, όσο κι αν οι εποχές και τα ήθη της κοινωνίας μας έχουν αλλάξει, δυστυχώς διαιωνίζεται και όλοι γνωρίζουμε με τον σύγχρονο όρο «γυναικοκτονίες»!...
Ανθρώπινα πάθη κάνουν τις ηρωίδες της να υποφέρουν, στωικά, χωρίς κακία και μνησικακία, όπως «Η Κωστάντω», εκφράζοντας μόνο παράπονο και δίνοντας άφεση αμαρτιών σε όσους της συμπεριφέρθηκαν άσχημα στη ζωή της. Όπως «Η Λένη», που «δεν είχε καρδιά για τίποτα άλλο, παρά για ν’ αγαπά» και στη θωριά «φάνταζε σαν αιθέρια ύπαρξη, καθώς η ξεχωριστή γοητεία της συμπληρωνόταν από το λευκό με σχεδόν διάφανη επιδερμίδα πρόσωπό της, στο οποίο προσέδιδαν ιδιαίτερο χαρακτήρα τα μελιά μάτια και τα ροδαλά χείλη της». Εδώ οφείλω να σημειώσω ότι η Παναγιώτα έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα στις περιγραφές, είτε της εμφάνισης είτε του εσωτερικού κόσμου των προσώπων. Η Λένη λοιπόν, «δεν έχασε, τον μοναδικό, δικό της τρόπο να εκδηλώνει τα συναισθήματά της. Και όσο η ζωή αφόρητα την πλήγωνε τόσο εκείνη φανέρωνε την αγάπη της, λες κι ήταν αυτό μια άμυνα στις συμφορές της και θαρρείς από κάποια θεία οικονομία δίδασκε πως πρέπει ν’ αγαπάμε ακόμα κι αυτούς που μας πληγώνουν και μας πονούν. Ο μόνος που δε διδάχθηκε τίποτα ήταν ο άντρας της, ο οποίος ποτέ δεν την έκανε, όχι να νιώσει γυναίκα, αλλά να εισπράξει στο ελάχιστο τον σεβασμό που της αναλογούσε ως γυναίκας και συζύγου και εν τέλει ως ανθρώπου».
Γυναίκες της αγνής προσφοράς, όπως η Ρίνα, στο διήγημα «Η Χρύσω», δεν αρνούνται υπηρεσίες, που κανείς δεν τις υποχρέωσε να αναλάβουν, επιζητώντας απλώς να ελαφρύνουν τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν οι συνάνθρωποί τους λόγω ατυχιών της ζωής. «Η Φανή», μαία του αγροτικού ιατρείου, παιδί αστικής οικογένειας, δεν αρνήθηκε τις υπηρεσίες της να ξεγεννήσει όχι μια επίτοκο γυναίκα του χωριού, αλλά μια γελάδα στη δύσκολη γέννα της «…Ο τοκετός της πλουτοφόρας Μελίσσως άνοιξε μέσα της καινούργια μάτια, για να θωρεί τον κόσμο, και τη μεταμόρφωσε…».
Γυναίκες, που αψήφησαν τις κοινωνικές συμβάσεις, όπως «Η Μαριάννα»:
«…Ο γάμος ολοκληρώθηκε με όλα τα νόμιμα κι οι νεόνυμφοι οδηγήθηκαν στη νυφική τους παστάδα. Ο Λιάκος δεν χόρταινε να κοιτάζει τη σύζυγό του, η οποία κάτω από το αμυδρό φως της καντήλας θύμιζε άγγελο που είχε δραπετεύσει από τον παράδεισο! Την πλησίασε δειλά και την άγγιζε απαλά λες και θα συνθλιβόταν στα χέρια του…
– Έλα, έλα κοντά μου, έλα!
– Αχ! Λιάκο μου, συχώρα με, δεν μπορώ! Τα πόδια μου παρέλυσαν από την κούραση! Δεν αντέχω! Αύριο! Αύριο…
Και ήρθε το αύριο, ήρθε το μεθαύριο και η βδομάδα πέρασε, αλλά αυτή όλο προφάσεις έβρισκε, ώστε να μη δοθεί στον άντρα της. Και δεν του δόθηκε!...
Κυριακή πρωί, ενώ εκείνος φρόντιζε τα ζωντανά, πήγε στην πεθερά της και της είπε:
– Μάνα, πρέπει να πάω λίγο ως το πατρικό μου, γιατί ξέχασα κάτι και το χρειάζομαι…
– Να πας, κόρη μου, να πας και με το καλό να γυρίσεις!
Αυτά ήταν και τα υστερνά λόγια τους! Τα υστερνά; Ναι! Διότι η Μαριάννα μήτε στο πατρικό της πήγε, μήτε στο σπίτι του συζύγου της επέστρεψε. Πήρε τον πολλά υποσχόμενο δρόμο της αγάπης κι ακολούθησε τον άντρα της καρδιάς της!
Τούρκος ήταν ο νέος - τότε το χωριό τους ήταν σκλαβωμένο στους Τούρκους - που της είχε κλέψει την καρδιά! Όταν έμαθε για τον γάμο της, πλάνταξε. Της έστελνε μηνύματα ν’ αλλάξει γνώμη, αλλά… οι μοίρες αλλιώς είχαν κλώσει. Οι μοίρες; Ποιος τις υπολόγιζε τις μοίρες! Στων γεννητόρων της το θέλημα υπάκουσε εκείνη…»
Διασώζει η Παναγιώτα το λεξιλόγιο το ιδιωματικό των ηπειρώτικων χωριών, διάσπαρτο στα διηγήματα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην κουράζει τον αναγνώστη με άγνωστες ή δυσνόητες λέξεις, όπως στη διήγηση της γνωστής λαϊκής ιστορίας για τον Μάρτη, που δανείστηκε μια μέρα από τον Φλεβάρη και τον άφησε Κουτσοφλέβαρο, για να τιμωρήσει τις γριές, που κάγχασαν εναντίον του όλο καυχησιά: «…Από τότε, τις κακοκαιρίες του Μαρτιού τις λένε βάβες και γριές και τον Μάρτη τον λένε γδάρτη, κουλουτινασσάτη [*κουλουτινασσάτης (ο) > κωλοτινασσάτης∙ αυτός που τινάζει τον πισινό, τον πάτο από τα σακιά με το αλεύρι], στραγγοβαένη*, παλουκοκαύτη και φραχτοκαύτη!» Παρέχει βεβαίως τις απαραίτητες λεξιλογικές διευκρινίσεις. Πλούσιο το λαογραφικό στοιχείο, το ηθογραφικό, οι χαρακτήρες των προσώπων διαγράφονται με τη διεισδυτική ματιά της συγγραφέως, μαεστρία στις περιγραφές!
Αγαθά στοιχειά, λοιπόν, οι γυναίκες ηρωίδες σε δεκατέσσερα διηγήματα, που σίγουρα έχουν και βιωματικά στοιχεία, όπως σε πολλά κείμενά της Παναγιώτας, και, σκέφτομαι πως, κατά κάποιο τρόπο, έχουν κάτι κοινό με «του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα» και την τραγικότητά της, που θυσιάστηκε χωρίς να φταίει, που έγινε το στοιχειό του γεφυριού, χωρίς μνησικακία, αφού και την ευχή της έδωσε για της Άρτας το γιοφύρι! Από τη Ροδαυγή της Άρτας η Παναγιώτα Λάμπρη· λέτε να όφειλε ένα χρέος στην αδικοχαμένη γυναίκα στο γιοφύρι της Άρτας και αφιέρωσε σε αυτή και στις άξιες γυναίκες της αγάπης και του μόχθου, κάποιες φορές αναξιοπαθούσες γυναίκες κάθε εποχής, τη συλλογή της «Αγαθά στοιχειά»;...
Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στη "Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς", Τετάρτη, 8 Μαρτίου 2023, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.