Προσεγγίζοντας την ταινία του Visconti: Rocco e i suoi fratelli

Αντικείμενο του συγκεκριμένου άρθρου είναι μια απόπειρα ερμηνευτικών αναγνώσεων του αριστουργήματος του Visconti: Ο Rocco και τα αδέλφια του.

 

Η συγκεκριμένη ταινία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αποτελεί κορυφαίο δείγμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Βρισκόμαστε ως υπόθεση στην μεταπολεμική Ιταλία κατά την περίοδο της έντονης εκβιομηχάνισής της στις αρχές του εξήντα. Η έλευση του καταναλωτισμού συνεπάγεται τον ανερχόμενο νέο-καπιταλισμό για τη χώρα, ο οποίος, σύμφωνα με την σκηνοθετική οπτική του Visconti, απειλεί να αφανίσει τις παραδοσιακές αρχετυπικές δομές της οικογένειας.

Η ιστορία ξεκινά όταν μια οικογένεια που αποτελείται από μια μάνα και τέσσερις γιους εγκαταλείπουν οριστικά τον ιταλικό Nότο για να εγκατασταθούν στο Μιλάνο, όπου ζει ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Οι πέντε γιοι στην ταινία λειτουργούν ως συνδετικοί αρμοί αναπαράστασης των επιμέρους ιστοριών των βασικών προσώπων που προβάλλονται αγκυλωμένοι στα γρανάζια της πιο σκληροτράχηλης μοίρας. Στο κέντρο του δράματος δεσπόζει η θεατρική φιγούρα της Κατίνας Παξινού ως σύμβολο μιας άλλης τραγικής Εκάβης, μιας μάνας, δηλαδή, που φοβάται ανά πάσα στιγμή ότι θα χάσει τα παιδιά της. Αν εκλάβουμε ως δεδομένο ότι το φιλμ είναι ασπρόμαυρο, τότε στο μαύρο φόντο ίσως είναι καταδικασμένοι να ζουν όλοι σχεδόν οι ήρωες βάσει του κοινωνικού τους περιθωρίου. Από αυτόν τον κόσμο ίσως μπορεί να ξεφύγει μόνο ο Rocco ως προάγγελος του ερχομού μιας νέας ελπιδοφόρας κατάστασης για όλη την Ιταλία.

Το αγγελικό πρόσωπο του νεαρού τότε Alain Delon στην καθηλωτική ερμηνεία του απηχεί την ελπίδα ότι ο παλιός αγροτικός κόσμος του Νότου της Ιταλίας θα μπορέσει κάποτε να προσαρμοστεί στα νέα κοινωνικά δεδομένα και να χαράξει μια νέα προοπτική. Αυτή η ταινία θα μπορούσε περισσότερο να χαρακτηριστεί επική παρά τραγική. Είναι ένα οικογενειακό έπος που σφυγμομετρεί την εναγώνια απόπειρα μιας οικογένειας να επιβιώσει σε έναν πρωτόγνωρο για εκείνη κόσμο. Μία διάσταση που προβάλλεται στην ταινία είναι εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ιταλία. Όμως δεν είναι μόνο αυτό, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Η ηθική κατάρρευση του αδερφού του Rocco, Simone, τίθεται σε επίπεδο ατομικό όχι σε συλλογικό-κοινωνικό. Αυτό συνεπάγεται ότι ο σκηνοθέτης θέλει να εστιάσει στη δυσκολία του ανθρώπου να μείνει πιστός στις επάλξεις και να βρει ένα ψυχικό αντιστύλι σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο που συνθλίβει κάθε έννοια ατομικότητας. Ο ανταγωνισμός των δύο αδελφών Rocco και Simone στην ταινία ανακλά τις συναισθηματικές σχέσεις μιας νότιας-αγροτικής οικογένειας σε ένα νέο πολιτισμικό-κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο οι ήρωες αισθάνονται τελείως ξένοι. Ο Rocco καταφέρνει να ξεφύγει από τη μέγγενη αυτού του νέου κόσμου και να διεκδικήσει μια νέα ταυτότητα, τη δική του προσωπική κοινωνική ταυτότητα, δεν καθηλώνεται στο περιθώριο της κοινωνίας, ούτε χάνεται στα σκοτεινά-ακροτελεύτια όρια της ύπαρξης, όπως ο Simone.

Η ωμότητα εκφράζεται μέσω της διάχυτης κοινωνικής παρακμής. Στην ταινία το έντονο προσωπικό αδιέξοδο των ηρώων, ως απόρροια του κοινωνικού τους αδιεξόδου, εκφράζεται με μια σειρά από πανοραμικά πλάνα στα έρημα αστικά κέντρα, στον κεντρικό σταθμό, στο σημείο προσγείωσης του υδροπλάνου. Χάρη στο έξοχο μοντάζ εναλλάσσονται σκηνές οικογενειακής ηρεμίας με τη σκληρότητα της πάλης στο μποξ. Το έντονα ασπρόμαυρο επενεργεί ως φωτοσκίαση συμβολίζοντας την αναμέτρηση του καλού με το κακό. Η σκηνή δολοφονίας της Nadia, της γυναίκας που διεκδικούν τα δύο αδέρφια (Rocco και Simone) από τον Simone, δείχνει με έξοχο τρόπο το πόσο ο νεαρός αυτός πυγμάχος (Simone) ολισθαίνει στη δίνη της τραγικότητάς του και δεν μπορεί πια να επανέλθει σε μια φωτεινή κοινωνική πραγματικότητα με προοπτική.

Την ώρα που εκείνος δολοφονεί τη νεαρή γυναίκα, η μορφή του ανακλάται στο νερό για να υποδηλώσει ότι εγκλωβίστηκε πια στο σκοτεινό εαυτό του, όντας πια μόνο μια σκιά, ένα απλό γεωμετρικό σχήμα, η ανθρώπινη υπόσταση έχει καταργηθεί. Η μουσική επέχει, επίσης, μια εμβληματική λειτουργία: ένα δραματικό τραγούδι γύρω από τη νοσταλγία της πατρίδας ανοίγει και κλείνει την ταινία (το Tintarella di luna). Πίσω από τις εικόνες του αστικού περιβάλλοντος και του προλεταριάτου, η δομή του Visconti ανάγεται στις παραδοσιακές αξίες του ιταλικού 19ου αιώνα. Επιζητεί την οικογενειακή ισορροπία μέσα από τα θεμέλια μιας ήρεμης-παραδοσιακής οικογένειας.

Η μετατόπιση στο νέο περιβάλλον επιφέρει την ανατροπή του κοσμοειδώλου του και ενεργοποιεί τους μηχανισμούς των αντιθέσεων μεταξύ καλού και κακού, αγγελικού και σκοτεινού, κοινωνικής προοπτικής και παρακμής. Ο νέος κόσμος απαιτεί νέους τρόπους αντίδρασης στον αναδυόμενο κοινωνικό μηχανισμό της νέας εποχής: παθητική προσαρμογή στη νέα πόλη και στους κανόνες που αυτή επιτάσσει, φιλοδοξίες για γρήγορη ανάδειξη, εκδήλωση βίας και αναπόφευκτης σύγκρουσης με τους άλλους, προσωπικές θυσίες του καθενός από τους ήρωες για επιβίωση σε μια άκαμπτη πραγματικότητα.

Με το τέλος της ταινίας αφήνεται να νοηθεί η ελπίδα για έναν καλύτερο Νότο στην Ιταλία, χωρίς οικονομικά προβλήματα, καθώς προοιωνίζεται ότι αυτός θα βρίσκεται σε σχέση συνεργασίας και αλληλεγγύης με τον Ιταλικό Βορρά. Ο θάνατος της Nadia και ο εσωτερικός αφανισμός του Simone εκφράζουν την επιθυμία του σκηνοθέτη να τεθεί τέλος στην κοινωνική ανισότητα και στην αδικία στην ιταλική κοινωνία, όπως και στη βία που απορρέει από τις παρεπόμενες κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις. Ο Visconti μέσα από την Παξινού θέλει να αποδώσει το αρχαίο ελληνικό δράμα ως οργανικό στοιχείο πλοκής της ταινίας σε συγκερασμό με την επίδραση από το μυθιστόρημα του Thomas Mann, ο Ιωσήφ και τα αδέρφια του. Η λογοτεχνική, λοιπόν, βάση συνιστά τη μήτρα της ταινίας για την εκτύλιξη του ιδεολογικού της πλαισίου.

Η μοίρα της οικογένειας Parondi δεν ισοδυναμεί με την αποτυχία ανάκαμψης του αγροτικού πολιτισμού στην Ιταλία. Ο Simone δεν σώζεται γιατί κλείνεται στον εαυτό του, διότι απαρνείται την κοινωνική διαλεκτική. Ο χαρακτήρας του Rocco είναι σήμα κατατεθέν του κόσμου του Visconti. Αντιπροσωπεύει τον ευγενικό ήρωα που αρνείται να δεχτεί τη σκληρότητα του κόσμου, μα κρατά ως το τέλος την αυθεντικότητά του. Απλά, δεν μπορεί να αντισταθεί ενίοτε στη διάχυτη κατάσταση απόγνωσης που ενυπάρχει τριγύρω του. Ο Rocco παραδίδεται στον ρομαντισμό και στον συναισθηματισμό του και είναι ικανός να κάνει τα πάντα για να περισώσει την οικογενειακή του μονάδα από τον όλεθρο. Θυμίζει τον καλό άνθρωπο του Brecht (Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν).

Το βασικό μήνυμα που μεταδίδει είναι η κατάφαση στη συνέχεια μέσα από την αποφυγή της όποιας αντιπαράθεσης με τον αξιακό του κώδικα (για παράδειγμα αρνείται την αγάπη της Nadia, όταν μαθαίνει ότι είναι η γυναίκα που θέλει και ο Simone, ο αδερφός του). Ο νεορεαλισμός του Visconti εν προκειμένω, όσο και αν επικοινωνεί με τον Verismo του Verga, ωστόσο ανοίγει το δρόμο προς τη συμπόρευση των παραδοσιακών αρετών και του προγονικού παρελθόντος με τον νέο αστικό πολιτισμικό κώδικα της Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο σκηνοθέτης δομεί έτσι μια γέφυρα προς τον σύγχρονο κόσμο, συμφιλιώνοντας συμβολικά τις υπάρχουσες τότε κοινωνικές αντιθέσεις στην Ιταλία. Η οπτική του σκηνοθέτη ανάγεται σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον με κοινωνικό όραμα και προοπτική. Οι βασικοί ήρωες δεν χάνονται αλλά αναγεννιούνται μέσα από τη συνάλληλη διαδικασία κοινωνικής αναδόμησης. Το παρόν δεν ολισθαίνει στο παρελθόν αλλά ολοκληρώνεται στο ευοίωνο αύριο. Η ελπίδα υπάρχει, αρκεί να την δράξεις εμπεδώνοντας πως είσαι μέρος της.

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός κινηματογράφου.

Pin It