Η ταινία του Pier Paolo Pasolini, Θεώρημα (1968), επικεντρώνεται στην συναισθηματική και ψυχολογική κενότητα του αστικού κόσμου, εστιάζοντας στην προσωπική ιστορία των μελών μιας πλούσιας οικογένειας.
Εύποροι αστοί δέχονται την αναπάντεχη και μυστηριώδη επίσκεψη ενός άγνωστου νέου. Η άφιξη και η αιφνίδια φυγή του επισκέπτη προξενεί ολέθριες συνέπειες στον οικογενειακό πυρήνα οδηγώντας στην πλήρη διάλυση.
Η συγκεκριμένη οικογένεια, ενώ ταξικά ανήκει στην μεγαλοαστική τάξη, ιδεολογικά είναι μικροαστική. Συμβολίζει στο παζολινικό σύμπαν όχι τον αστικό κόσμο ως κοινωνική τάξη, ιστορικά προσδιορισμένη, μα αναπαριστά μια γενικότερη κατάσταση του πνεύματος. Συνιστά συνώνυμο της στρεβλωμένης λογικής και της αλλοιωμένης καθημερινότητας του σύγχρονου ιταλικού Βορρά με την στείρα εκβιομηχάνιση, οδηγώντας τις ανθρώπινες σχέσεις στην πλήρη αλλοτρίωση και σε έναν άγονο φορμαλισμό συμπεριφορών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μιλανέζικη οικογένεια κλυδωνίζεται συθέμελα και οδηγείται στην κατάρρευση από την ξένη δύναμη που επενεργεί ως ανακλαστικός δείκτης της σαθρότητάς της. Συνεκτικός ιστός της αυτοκαταστροφής του πατέρα, της μάνας και των δύο παιδιών τους είναι η εμπειρία της παραβατικής σεξουαλικότητας που τούς ενώνει με τον ξένο, δημιουργώντας μια σχέση νοσηρής εξάρτησης. Αυτό που αποδίδει ο σκηνοθέτης σε όλη την έκταση της ταινίας είναι η σταδιακή απογύμνωση μιας υποκριτικής αστικής ηθικής που κάτω από την επίφαση ενός δεδομένου καθωσπρεπισμού καταργεί ουσιαστικά η ίδια τον ιστορικό άξονα της παντοδυναμίας της ως ηγεμονικής τάξης.
Όταν ο ξένος θα εξαφανιστεί, τόσο απότομα όσο εμφανίστηκε, η οικογένεια θα αποτινάξει όλα τα εξωτερικά σύμβολα της εγκεφαλικής λογικής μέσω των οποίων προσπαθούσε να τιθασεύσει την ζωώδη φύση της. Σώζεται μόνο η υπηρέτρια ως όργανο της εργατικής τάξης που έχει άμεση σχέση με τη γη. Εκείνη εκπροσωπεί τον αυθεντικό κόσμο του υποπρολεταριάτου με τον οποίο ο σκηνοθέτης πάσχιζε όλη του τη ζωή να συνενωθεί. Πάντα ένιωθε ότι ήταν ένας αστός με μαρξιστική συνείδηση. Η εργατική τάξη για τον Pasolini διατηρεί την αρχέγονη δύναμη του ιερού που δεν αμαυρώνεται από την επιβαλλόμενη σοβαροφάνεια της αστικής δύναμης.
Ο πατέρας της οικογένειας, Paolo, είναι ένας πλούσιος βιομήχανος που εκπροσωπεί τον αρχετυπικό ρόλο του pater famiglia. Σε όλη του την ζωή δεν έχει νοιαστεί για τίποτε άλλο πέρα από τις υποθέσεις της δουλειάς του και σπανιότερα για τα σπορ. Ο γιος απεικονίζεται μια αδύναμη μορφή που δεν έχει τις απαντοχές ως χαρακτήρας να διαδεχτεί τον πατέρα του στον ηγεμονικό ρόλο του μιλανέζου μεγιστάνα. Η μάνα και η κόρη εκπροσωπούν αντίστοιχα δύο επιφανειακές στερεότυπες μορφές της αριστοκρατίας, δίχως κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Αυτός είναι ο χώρος που βρίσκει ο ξένος, ένα πρόσωπο του οποίου το διακριτό γνώρισμα σε σχέση με τους άλλους είναι η αλλόκοτη, απόκοσμη, υπερβολική ομορφιά. Όλα τα μέλη της οικογένειας κατέχονται σεξουαλικά από κείνον.
Η οικογενειακή τραγωδία ξεκινά με την μεταμόρφωση όλων αμέσως μετά τη φυγή του άγνωστου επισκέπτη. Είναι σαν να πήρε μαζί του όλες τις ζωές της οικογένειας, επιφέροντας τον πλήρη εσωτερικό διχασμό που θα οδηγήσει στην αναπότρεπτη αποσύνθεση. Η κόρη στο τέλος τρελαίνεται, η μάνα οδηγείται σε περιστασιακές σχέσεις με νεαρά αγόρια, αναζητώντας σε αυτές το πρόσωπο του φιλοξενούμενου, ο γιος αφοσιώνεται στην ζωγραφική δίχως, ωστόσο, προοπτική, επιτείνοντας την κενότητά του.
Ο πατέρας δίνει το εργοστάσιό του στους εργάτες και χάνεται ολόγυμνος σε μια έρημο που συμβολίζει στην ταινία την αυταπάτη ύπαρξης. Σώζεται μόνο η Emilia, που αποκτά θεραπευτικές ικανότητες, σηματοδοτώντας την συμπαντική δύναμη του αρχαϊκού κόσμου, του οποίου την ιερότητα κηλίδωσε η κυριαρχία της αστικής τάξης. Ο ξένος είναι δείκτης αυτού του πρωτόγονου ιερού μυστηρίου που αναζητούσε πάντα ο σκηνοθέτης στην περιοχή του άχρονου μύθου και στους πρωτόγονους πολιτισμούς της Ανατολής.
Εκτιμούσε ότι η Δύση οδηγούσε τα άτομα στην πνευματική ναρκοθέτηση. Ο χώρος της αυτοπραγμάτωσης ήταν οι πρωτόγονοι πολιτισμοί, θεματοφύλακες, όπως η μορφή του ξένου, της χαμένης οικουμενικής ιερότητας που κηλιδώθηκε στην χοάνη του αστικού παραλογισμού. Ο σκηνοθέτης προετοίμασε κατάλληλα το έδαφος για να έρθει η Μήδεια, η επιβλητική ιέρεια του ήλιου, αξεπέραστο σύμβολο της αιώνιας κοσμικής ιερότητας.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης-κριτικός κινηματογράφου.