γράφει η: Βασιλική Παπαγεωργίου
Κοιν. Ανθρωπολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης
ΤΕΙ Ιονίων Νήσων,
Τμ. Ψηφιακών Μέσων & Επικοινωνίας
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Οι αμερικανικές εκλογές του 2016 κυριάρχησαν στη διεθνή πολιτική ατζέντα όπως είθισται παραδοσιακά. Οι ΗΠΑ παραμένουν, μετά το 1989 και την κατάρρευση του διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις, παγκόσμια υπερδύναμη, ενώ ο πρόεδρος της χώρας αποκαλείται, με τον χαρακτηριστικά δηλωτικό της θέσης της όρο, “πλανητάρχης”.
Αυτό όμως που μονοπώλησε το ενδιαφέρον, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ήταν η προσωπικότητα του επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων, Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο τα προγνωστικά και οι δημοσκοπήσεις έφερναν πίσω από την αντίπαλό του Χίλαρι Κλίντον (χωρίς ωστόσο να αποκλείουν ανατροπή της τελευταίας στιγμής). Ο επιχειρηματικός βίος, η οικογενειακή κατάσταση, οι ακραίες και προκλητικές δηλώσεις, η απουσία σχέσης με τα πολιτικά πράγματα κατά το παρελθόν, ήταν κάποια από τα ιδιαιτέρως αρνητικά στοιχεία του προφίλ του στα οποία εστίασαν τα μέσα. Ο πολιτικός του λόγος χαρακτηρίζεται λαϊκιστικός, με σαφή ροπή προς τη ρατσιστική ρητορική, το μισογυνισμό, τη μη ανοχή προς την πολιτισμική διαφορά. Η επικοινωνιακή διαχείριση, ωστόσο, αυτού του συνονθυλεύματος βιογραφικών στοιχείων και λοιπών εκκεντρικοτήτων, συνέβαλε στην ιδιοσυγκρασιακή προβολή του υποψηφίου, με ορισμένες συνέπειες στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια του κειμένου.
Αφού, έτσι, είχε προηγηθεί η κατασκευή μιας “ακραίας” πολιτικής φιγούρας κατά την προεκλογική περίοδο, η τελική επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, στις 8 Νοεμβρίου, φαίνεται να προκαλεί έναν τεράστιο κραδασμό σε Αμερική και Ευρώπη, ενώ θεωρείται πρωτοφανής και αναπάντεχη η προτίμηση του εκλογικού σώματος προς το ρεπουμπλικάνο υποψήφιο. Η προεδρία Τραμπ προοιωνίζεται, σύμφωνα με μια πληθώρα αναλύσεων, δυσοίωνες εξελίξεις, με αντίκτυπο στον ευρωπαϊκό χώρο, δεδομένων των πολιτικών διεργασιών που είναι στο προσκήνιο σε μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών στο προσεχές διάστημα (δημοσκοπήσεις και εκλογικές αναμετρήσεις σε Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία κ.α.).
Η ακραία έκθεση της σημαντικής αυτής εκλογικής αναμέτρησης στα μέσα (media) και ιδιαιτέρως στα κοινωνικά δίκτυα, είναι διαμορφωτική ενός δημόσιου λόγου και μιας πολιτικής κουλτούρας, που πέρα από το να φέρουν κάποια ειδικά χαρακτηριστικά, συναρθρώνονται και ταιριάζουν με μια ήδη συγκροτούμενη ευρύτερη δημόσια κουλτούρα στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα περίγραμμα ερμηνείας θα επιχειρήσω να δώσω ακολούθως. Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθούν ορισμένες παρατηρήσεις, βασισμένες στον κυρίαρχο λόγο που εντοπίστηκε κατά την τρέχουσα επισκόπηση σε μια σειρά μέσων/ πολιτισμικών κειμένων, εγχώριων και ξένων, κατά βάση τηλεοπτικών προγραμμάτων και έντυπων/ ηλεκτρονικών δημοσιευμάτων. [1]
Ο υπερτονισμός της περίπτωσης Τραμπ, ως ιδιάζουσας, μιας “προβληματικής” προσωπικότητας, κατασκευάζει και τη συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία, ως εξαίρεση, κάτι που εκφράζεται στον λεκτικό τροπισμό “το φαινόμενο Τραμπ”. Πρόκειται, εξάλλου, για έναν πολιτικό λόγο που ενσωματώνει την ιδεολογία του θεάματος, (και της πολιτικής ως θέαμα και επικοινωνιακό συμβάν) ως αναγκαία συνθήκη κατίσχυσης και εμπέδωσής του.
Σε αυτή την περίπτωση, όμως, απαλείφεται η ιστορικότητα αλλά και οι πολιτισμικές ορίζουσες της εκλογικής συμπεριφοράς και συνολικά του εκλογικού θεσμού. [2] Εκείνο που προκύπτει είναι ένα πολιτικό υποκείμενο παραδομένο στο συναίσθημα (φόβος), παρασυρμένο από την επικοινωνιακή προβολή των υποψηφίων και από το λαϊκισμό (με αιχμή του δόρατος το ρατσιστικό λόγο). Ένα πολιτικό υποκείμενο πολιτισμικά/ ιδεολογικά αποφορτισμένο.
Η κατάχρηση της έννοιας του λαϊκισμού, που έχει επικρατήσει στο δημόσιο λόγο ως εξηγητικός παράγοντας της εκλογικής συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος, υπαινίσσεται μια μορφή ξεγελάσματος από τη μεριά του πολιτικού, που εξαντλείται στο επίπεδο μια επιφανειακής ρητορείας.
Με την έμφαση στο επικοινωνιακό μέρος, αγνοείται εξάλλου, ότι ο πολιτικός λόγος, είναι ένα είδος λόγου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: τυποποιημένος, μονότονα επαναλαμβανόμενος, εξαντλείται σε εύκολα, απλοποιημένα επιχειρήματα και συμβολισμούς που ευνοούν την εξατομικευμένη εμπειρία, όσο απορρίπτουν τη συνεκτική πολιτική και τις κατανοήσεις των ευρύτερων κοινωνικών διαδικασιών και της πολιτικής οικονομίας. Ασφαλώς ο ρατσιστικός λόγος είναι ιδεολογικός λόγος, βαθιά επιδραστικός. [3] Εδώ, όμως, έχει σημασία να αναδειχτούν κάποιες συμπληρωματικές όψεις και λειτουργίες του ρατσιστικού/λαϊκιστικού λόγου στο σύγχρονο πλαίσιο πολιτικής και δημόσιας κουλτούρας, που τον εμπλέκουν στον αγώνα για τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις του κοινωνικού κόσμου, καθώς καθίστανται (οι τελευταίες) ολοένα πιο αποσπασματικές και χαώδεις.
Η εστίαση του δημόσιου λόγου, (στην περίπτωση των ΗΠΑ αλλά και στην ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα), στην ανάδειξη της πολιτισμικής διαφοράς και της διαχείρισής της, ως μείζονος πολιτικού διακυβεύματος, απολήγει στην πολιτισμοποίηση των κοινωνικών παραμέτρων: η πολιτική μετατοπίζεται από ζητήματα που αφορούν στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, την ανισομερή διάρθρωση των κρατών, την επέκταση των ανισοτήτων, την αυξανόμενη φτωχοποίηση και το ενδιαφέρον μονοπωλεί η αναφορά στην ιδιαίτερες ταυτότητες και πολιτισμικές πρακτικές.
Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, σε αυτό το πλαίσιο, συγκροτείται στη βάση του αντιθετικού δίπολου ρητορικής του μίσους/ ρατσιστικός λόγος, που εμφανίζει τον “άλλο” ως πρόβλημα, και της ρητορικής της αποδοχής, που προβάλλεται ως η απάντηση σε μια σειρά κρίσεων των δυτικών κοινωνιών. Στη δημόσια κουλτούρα διαμορφώνονται αιτήματα που με χοντροειδείς απλουστεύσεις διαιρούν το πολιτικό σώμα σε “συντηρητικούς-ακροδεξιούς” και σε “αριστερούς-προοδευτικούς”, προσκείμενοι οι δεύτεροι στα ιδεώδη μιας “φιλελεύθερης δημοκρατίας”. Αυτή η αντίστιξη ενδέχεται να παράγει αυθαίρετες ταξινομήσεις και σύγχυση, παραπέμποντας σε ένα χαώδες μεταμοντέρνο κολλάζ. Η απόρριψη των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί συντηρητική αντίδραση, η αποδοκιμασία των ελίτ φοβικό σύνδρομο, ενώ, από την άλλη πλευρά, ρητορικές διακηρύξεις σε διεθνή φόρα που οργανώνονται από θεσμικούς εκπροσώπους συγκεκριμένων συμφερόντων, για μια δημοκρατία της ανοχής, στοιχίζονται στην προοδευτική γραμμή.
Η επιμονή στην ανάδειξη προσωπικοτήτων, λόγου χάρη Ομπάμα, Τραμπ, Κλίντον, υπαινίσσεται ότι η πολιτική και οι λήψεις αποφάσεων διαμορφώνονται από χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες. [4] Κατά συνέπεια, αφήνει λίγο χώρο να διαφανούν οι δομές σχέσεων εξουσίας που παράγουν την πολιτισμική διαφορά ως αποτέλεσμα και τελική έκβαση, ενώ, αντίθετα, συμβάλει στην απεικόνιση της διαφοράς ως δεδομένης αφετηρίας των κοινωνικών σχέσεων. [5] Σε αυτό το πλαίσιο, ο πολιτικός λόγος σε καμία περίπτωση δε θα θίξει ζητήματα, όπως οι χωματερές του τρίτου κόσμου, η επεκτατική στρατηγική των υπερεθνικών εταιριών που αναζητούν πρώτες ύλες για την υποστήριξη τεχνολογιών αιχμής που απευθύνονται στις αγορές της δύσης, ή για άλλους ανταγωνισμούς που σχετίζονται με πολεμικές συρράξεις – για να αναφέρω κάποιες από τις αιτίες αποσύνθεσης πολλών κρατών εκροής μεταναστευτικών/ προσφυγικών πληθυσμών.
Κλείνοντας αυτό το συνοπτικό σημείωμα, που ακροθιγώς αναφέρθηκε σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων που οι αμερικανικές εκλογές ίσως έφεραν πιο έντονα στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, υπογραμμίζω ότι οι απλουστευτικές ερμηνείες της εκλογικής θεσμικής διαδικασίας και της μιντιακής διαμεσολάβησής της, κατασκευάζουν συγκεκριμένες και όχι ουδέτερες αναπαραστάσεις του κοινωνικού κόσμου. Μια κριτική επισκόπηση επιχειρεί την εξέταση του κυρίαρχου ιδεολογικού λόγου, ακριβώς λόγω της εμπλοκής του στη διαμόρφωση της δημόσιας κουλτούρας. Ο θρίαμβος του Τραμπ, είναι τόσο ανησυχητικός, όσο και οι θέσεις και ερμηνείες που τον κατασκευάζουν ως φαινόμενο, τον απο-ιστορικοποιούν, και επενδύουν συμβολικά σε συγκεκριμένα νοήματα, όπως έδειξα στα προηγούμενα.
Τέλος, στο πλαίσιο της πολιτικής κουλτούρας που ανέδειξαν – αλλά δεν είναι αποκλειστικός φορέας και εκφραστής της – οι αμερικανικές εκλογές, διακρίνουμε κάτι από τον μετανεωτερικό κόσμο που με ενάργεια περιγράφεται από τον σύγχρονο θεωρητικό και ριζοσπάστη διανοούμενο David Harvey στο έργο του [6]: ένα κόσμο θραυσματικό και χαώδη, στον οποίο οι λόγοι και οι ρητορικές αποκρύπτουν τις ταξικές πολιτικές και τις συνεκτικές αφηγήσεις. Μία κατάσταση, κατά την οποία, η πολιτισμική παραγωγή, αδύναμη να δημιουργήσει κοινωνικά σχόλια και εξηγήσεις, προσανατολισμένη στην κατασκευή του θεάματος και της αισθητικής απεικόνισης της ετερότητας, εξυμνεί της αξίες της επιχειρηματικότητας, της χαρισματικής πολιτικής, του ατομικισμού.
[20/11/2016]
Σημειώσεις
Για τις εικόνες, με τη σειρά που εμφανίζονται στο κείμενο:
1η εικ. Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων Μαδρίτης, ο νέος πρόεδρος ετοιμάζεται να πάρει θέση στο Οβάλ Γραφείο, βλ. ιστότοπο του μουσείου στο facebook https://www.facebook.com/museodecerademadrid
2η εικ. Μετά την εκλογή του Τραμπ, διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σημειώθηκαν σε διάφορες πόλεις των Η.Π.Α., βλ. σχετικά: https://www.theguardian.com/us-news/live/2016/nov/09/donald-trump-us-election-2016-live-reactio?page=with:block-58240b79e4b0822c310eca55#block-58240b79e4b0822c310eca55
[1] Αναφέρω εδώ ως πιο οικεία στον Έλληνα αναγνώστη την έντυπη ενημέρωση των μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδων Καθημερινή και Βήμα. Επίσης σε όλο αυτό το διάστημα πληθώρα ενημερωτικών τηλεοπτικών εκπομπών και πάνελ προσκεκλημένων, αναλύουν το “φαινόμενο Τραμπ”, συχνά ακολουθώντας το ίδιο πνεύμα αφορισμού του και μεγάλης ανησυχίας για τον αρνητικό αντίκτυπο της εκλογής του. Έντονη, τέλος, είναι η ροή πληροφοριών και η διακίνηση σχετικών κειμένων (αρθρογραφία, βίντεο κ.α.) μέσω των κοινωνικών δικτύων.
[2] Παραπέμπω στην εξαιρετική συνοπτική μελέτη του Βερέμη, ΗΠΑ,: από το 1776 έως σήμερα, (εκδ. Ι.Σιδέρης, 2010) που υιοθετεί ένα θεωρητικό πλαίσιο ιστορικής προσέγγισης του πολιτικού στις ΗΠΑ, όπως διαμορφώθηκε από το 18ο αι., με έμφαση σε ειδικά πολιτισμικά μορφώματα και αντιλήψεις. Στα βασικά στοιχεία που συνθέτουν την αμερικανική πολιτική παράδοση περιλαμβάνονται: οι φιλελεύθερες αρχές και ομοιογένεια της αμερικανικής ιδεολογίας, η απουσία ριζοσπαστισμού, ο θρησκευτικός συντηρητισμός, η πίστη στην αγορά, η βαθιά πεποίθηση και το όραμα μιας αποστολής στον κόσμο. Κάποια από αυτά διαφοροποιούν έντονα τα δύο συγκρίσιμα πολιτικά καθεστώτα, το αμερικανικό από το ευρωπαϊκό.
[3] Δεν υποβαθμίζεται εδώ η αναλυτική αξία της έννοιας του λαϊκισμού στην πολιτική θεωρία, ιδιαιτέρως όταν μπορεί να εξηγεί τις διαφορετικές του εκφάνσεις και την ικανότητά του να συγχωνεύει ετερόκλητα στοιχεία πολιτικών θέσεων, προγραμμάτων, ιδεολογικών αναφορών (ο τύπος της ακροδεξιάς που επικρατεί στις δυτικές δημοκρατίες τις τελευταίες δεκαετίες). Βλ. τη μελέτη, Η ακροδεξιά. Ιδεολογία, πολιτική, κόμματα, (επιμ. Paul Hainsworth. Βασιλική Γεωργιάδου για την ελλ. εκδ., Παπαζήση, 2004).
[4] Ο Ομπάμα, χαρακτηριστικά, αναδεικνύεται ο ηγέτης- σύμβολο του αγώνα για το σεβασμό της διαφορετικότητας και φορέας του μηνύματος της αποδοχής στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Ο ίδιος επισφράγισε αυτή την εικόνα και με την πρόσφατη παρουσία του στην Ελλάδα, κατά το διήμερο 15-16 Νοεμβρίου, με τον πολιτικό του λόγο να εστιάζει στις προαναφερθείσες αξίες. (βλ. http://news.in.gr/greece/article/?aid=1500115117).
Σε αυτή τη γραμμή ανάλυσης ο δημοσιογράφος των Financial Times, Simon Kuper, φιλοτεχνεί ένα ενδιαφέρον πορτραίτο του Ομπάμα ως δυναμικού ανθρωπολόγου στο άρθρο του: «Barack Obama: anthropologist-in-chief», βλ. https://www.ft.com/content/fa665f2a-7ac6-11e6-b837-eb4b4333ee43
[5] Αναφέρομαι εδώ στη θέση που αποδέχονται σύγχρονοι θεωρητικοί στο πλαίσιο μιας κριτικής ανθρωπολογικής προσέγγισης, ειδικότερα, δε, στο επιδραστικό κείμενο των Gupta-Ferguson, Space, Identity and the politics of difference, στο Cultural Anthropology 7(1), 1992., όπου διατυπώνεται ως θεωρητικό πρόγραμμα.
[6] Ειδικότερα βλ. David Harvey, Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση τω απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, Μεταίχμιο 2009. Για το ειδικό της ενδιαφέρον, με αναλογίες στην περίπτωση Τραμπ, υπογραμμίζω και την ανάλυση της κατασκευής του “πολιτικού ίματζ” του Ρόναλντ Ρίγκαν, από τοv Harvey, στο ίδιο.