Ταυτότητες, αυτοπροσδιορισμοί, μειονότητες: «η φωνή» των υποδεέστερων

της Δρ Βασιλική Παπαγεωργίου,

Κοιν. Ανθρωπολόγος, Επιστημονική Συνεργάτης ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ό, τι παρουσιάστηκε πρόσφατα, με αφορμή τον αγώνα τον κομμάτων για σχηματισμό ψηφοδελτίων και επιλογή υποψηφίων στον – αποκαλούμενο – "ευαίσθητο χώρο" της Θράκης και της θρακικής μειονότητας [1], μπορεί να συνοψισθεί ως πρόβλημα γύρω από την διαχείριση "πολιτισμικών ταυτοτήτων". Η πολιτισμική ταυτότητα, βεβαίως, δεν είναι διακριτό, απόλυτο ή άκαμπτο μόρφωμα, παρότι οι τρέχουσες χρήσεις της και η τεράστια κατάχρησή της στο δημόσιο λόγο υπονοούν κάτι τέτοιο.

Η έννοια της "ταυτότητας", θεωρητικά (στην κοινωνική θεωρία και πολιτισμική ανάλυση) συλλαμβάνεται ως έννοια που παραπέμπει σε κοινότητα στοιχείων, που μπορεί να συγκροτήσουν τα άτομα ως ομάδα και συλλογικότητα, αλλά με την προϋπόθεση ότι είναι καταστασιακή: κατασκευάζεται, δηλαδή, σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια κοινωνικών συνθηκών, ενώ είναι πάντοτε ρευστή και μεταβαλλόμενη. Στη δε συγκρότησή της είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο συσχετισμού ιεραρχίας μέσα στο οποίο δρουν τα υποκείμενα.

Το θεωρητικό αυτό σχήμα, μετατοπίζει το βάρος της ανάλυσης στη διαδικασία σχηματισμού ταυτοτήτων. Στην κοινωνική θεωρία απορρίπτεται η οντολογική διάσταση της ταυτότητας (κάποιος/οι δεν "είναι" κάτι), αλλά παράλληλα αφήνει χώρο και στην πολιτική χρήσης, προβολής και ανάδειξης ταυτοτήτων σε διάφορα πλαίσια που μπορεί να περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα περιστάσεων: π.χ. την τοπική ταυτότητα ενός συλλόγου, την ταυτότητα φύλου σε ένα ομοφυλοφιλικό κίνημα, την εθνική ή τη μειονοτική ταυτότητα, το ρατσιστικό λόγο (discourse) ταυτότητας (ουσιοκρατικός λόγος αίματος, βιολογικής συνάφειας, πολιτισμικής ανωτερότητας/κατωτερότητας) των φασιστικών/ ακροδεξιών κινημάτων.

Εκείνο που συμβαίνει συχνά είναι, μέσα από το ισχυρό συμβολικό τους βάρος, οι ταυτότητες να κινητοποιούν ή να διευκολύνουν μηχανισμούς συλλογικής δράσης. Είναι οι πολιτικές των ταυτοτήτων που αφορούν συγκρουσιακά διακυβεύματα και προκαλούν εντάσεις και αντιπαραθέσεις, ακόμη και εμπεριέχουσες βία.

Στο κοινωνικό πεδίο ομάδες προβάλλονται συχνά μέσα από την πολιτισμική τους διακριτότητα. Είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται ιδιαιτέρως στην περίπτωση περιθωριακών και υποδεέστερων πληθυσμών (χωρίς να υπονοείται εδώ ότι η πολιτισμική διακριτότητα αφορά αποκλειστικά σε καταστάσεις "περιθωριακότητας" και αποκλεισμού) που διακρίνονται από τον κεντρικό κορμό, και αυτή είναι η περίπτωση στην οποία επικεντρώνεται ο παρόν προβληματισμός. Η πολιτισμική διακριτότητα ή ετεροποίηση ως "στίγμα" είναι αποτέλεσμα ιστορικών διεργασιών κατά τις οποίες έχει ασκηθεί λόγος (discourse) αποκλεισμού και ισχυρός λόγος ετεροπροσδιορισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο "άλλος" είναι κατώτερος, για να το θέσω με απλούς όρους. Οι "υποδεέστεροι άλλοι" τοποθετούνται έτσι από μια αποδυναμωμένη θέση, έχοντας υποστεί τον καταναγκασμό του αποκλεισμού τους που εν μέρει εμπεριέχει την πολιτισμική τους διακριτότητα ως "πρόβλημα" όπως ήδη ανάφερα.

Περίπου από τη δεκαετία του '70, αναδύονται για πρώτη φορά "κινήματα ταυτοτήτων" στην ιστορική συγκυρία που συνδέεται με την απο- αποικιοποίηση και άλλες πολιτικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιθαγενείς και μετανάστες, μειονοτικές/ εθνοτικές και άλλες ομάδες (γυναικών, ομοφυλόφιλων κ.α.) εμφανίζονται στο προσκήνιο ζητώντας αναγνώριση, πολιτικά δικαιώματα, ισότιμη ένταξη, προβολή, εκπροσώπηση. Η ταυτότητα αποκτά έντονο πολιτικό βάρος και συνδέεται με το πρόταγμα της χειραφέτησης.
Άλλωστε, στην πορεία τους οι παραπάνω ριζοσπαστικές τάσεις συναντώνται με τις πιο πρόσφατες συνθήκες της (λεγόμενης) "μετανεωτερικότητας" – ή κατά άλλους της πολιτισμικής λογικής του ύστερου καπιταλισμού – (που ορίζεται από τις δραματικές εξελίξεις στους τομείς της επικοινωνίας και της γνώσης): πολλαπλασιασμός και κατακερματισμός των ταυτοτήτων, έξαρση της πολιτισμικής διαφοράς, συνιστούν τόσο ένα θεωρητικό περιγραφικό σχήμα που σηματοδοτεί αλλαγή παραδείγματος και μετατόπιση από τον λόγο περί "μονο -πολιτισμικότητας" (η γνωστή νεωτερική αφήγηση περί ομογενοποιημένων εθνικών κρατών), όσο και μια εμπειρική πραγματικότητα που περιγράφει μια ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη χρήσης πολλαπλών, κυρίαρχων και υποτελών, λόγων για την πολιτισμική ταυτότητα.

Παράλληλα, οι θεωρητικές αναζητήσεις και ζυμώσεις (στην Κοιν. Ανθρωπολογία, Πολιτισμικές και Φεμινιστικές Σπουδές κ.α.), αναπτύσσουν επικέντρωση σε μία από τις πιο σημαντικές όψεις τής χρήσης των ταυτοτήτων στο πολιτικό πεδίο: το ζήτημα της "φωνής" του "άλλου" και της εκπροσώπησής του. Έχει φωνή ο άλλος; Ποιος νομιμοποιείται να τον εκπροσωπεί; είναι ερωτήματα που έχουν τεθεί – σε επίπεδο ριζοσπαστικού προβληματισμού και κριτικής ανάλυσης και αναδεικνύουν καθαρά την ασθενή θέση του υποτελούς μέσα σε ένα ιεραρχικά δομημένο κοινωνικό πεδίο. [2]

Υπό αυτή την σκοπιά και προσέγγιση, υπονοείται ότι οι ταυτότητες των υποδεέστερων έχουν συγκροτηθεί μέσα από διαδικασίες συνεχούς υποτίμησης, κατά τις οποίες το κυρίαρχο βλέμμα και οι εξουσιαστικοί λόγοι έχουν εσωτερικευτεί: η επιτέλεση ταυτότητας στο καθημερινό επίπεδο αλληλόδρασης δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη αυτές τις διαδικασίες. Στην περίπτωση που επιχειρείται προβολή και πρόσβαση, κατάληψη θέσης στο πολιτικό πεδίο, εκεί είναι πιο σύνθετο το ζήτημα.

Έτσι, η περίπτωση εξ' αφορμής της οποίας γράφεται τούτο το σημείωμα, φέρνει στο προσκήνιο πολλές από τις όψεις της συγκρουσιακής δυναμικής που λαμβάνει η προσπάθεια ανάδειξης "περιθωριακών φωνών". Υποχρεωμένοι οι "υποδεέστεροι" δρώντες να κινούνται μέσα σε πλαίσια κυριαρχίας τα οποία πρέπει να κατανοήσουν, να τα διαχειριστούν τηρώντας ισορροπίες, να κάνουν υποχωρήσεις εκεί που στρατηγικά οφείλουν, να συγκρούονται συχνά, τόσο μεταξύ τους όσο και με τους θεσμικούς δρώντες. Αξιωματικά και εξ' ανάγκης συνδεδεμένοι με κέντρα εξουσίας και λήψης αποφάσεων απέναντι στα οποία πρέπει να λογοδοτούν, και απέναντι στα οποία κάθε δική τους άρθρωση φωνής να είναι υποκείμενη σε λογοκρισία. [3]

Ακόμη και το ζήτημα αυτοπροσδιορισμού τους (που μπορεί να περιλαμβάνει και τη στοιχειώδη λέξη/ όρο που τους ονοματίζει, π.χ. Ρομά, άνωθεν επιβαλλόμενο), δεν είναι τόσο απλουστευμένο όπως συχνά ισχυρίζονται φωνές διανοούμενων, που κάνουν επίκληση σε νομικά κατοχυρωμένα δικαιώματα ή/και ψυχικές ατομικές επιθυμίες, αλλά αποτελεί πολλαπλώς και συγκυριακά ρευστή πολιτική δράσης όσο και ρητορική "τοποθέτησης". Συγκροτούν οι διανοούμενοι (ακαδημαϊκοί) ένα σώμα ειδικών, μαζί με πολιτικούς, εθελοντές, και άλλους φορείς, που εμπλέκεται στη διαχείριση των υποδεέστερων φωνών, κατασκευάζοντας γι' αυτές ορθούς τρόπους ενδυνάμωσης και χειραφέτησης, αρνούμενοι όμως όλοι αυτοί, ότι και η δική τους διαμεσολάβηση είναι από μία "θέση", - "τοποθετημένη" -, δυνάμενη να ασκήσει ή να απολήξει, έστω μη εμπρόθετα, σε νέες μορφές και δομές κυριαρχίας. [4]

[1/5/2014]

Σημειώσεις
[1] Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιλέγει αρχικά να τοποθετήσει τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν από το Δροσερό Ξάνθης, ένα μικρό χωριό κατοικούμενο αποκλειστικά από μουσουλμάνους Ρομά, ως υποψήφια στο ευρωψηφοδέλτιό της. Η Σαμπιχά Σουλεϊμάν είναι ευρύτερα γνωστή με διεθνή απήχηση για την ενεργό πολιτική της δράση και μαχητική συμμετοχή στην ανάδειξη και προβολή των προβλημάτων της περιοχής της και των Ρομά κατοίκων της. Ποικίλοι παράγοντες – εκτενώς ανεπτυγμένοι στα ρεπορτάζ των ημερών – συνετέλεσαν ώστε στο πρόσωπό της να εκφραστούν ανησυχίες και φόβοι (σχετιζόμενοι με τις εκλογικές στοχεύσεις της οικειοποίησης του μειονοτικού πολιτικού σώματος, αλλά και με γενικότερες πολιτικές γύρω από την περιοχή) που έφτασαν στο σημείο της απόφασης απομάκρυνσής της από το ψηφοδέλτιο. Δηλώσεις από διάφορες πλευρές πυροδότησαν την δημόσια αντιπαράθεση. Η ίδια η πρωταγωνίστρια της υπόθεσης αυτής εκφράστηκε δημοσίως από το βήμα της τηλεόρασης, αλλά και σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τοποθέτησή της στο Βήμα της Κυριακής (27/4/2014), σε άρθρο της με τίτλο «Ζητάμε μια θέση στον ήλιο».

[2] Από τη δεκαετία του '80 και μετά, με τη γενικότερη στροφή στην πολιτισμική θεωρία και τις κριτικές αναθεωρήσεις, αναπτύσσονται ιδιαιτέρως τα εξειδικευμένα πεδία που διερευνούν πρωτίστως υποτελείς ταυτότητες – από διαφορετικές σκοπιές ή εστιάσεις και γόνιμες αναμετρήσεις με τις έννοιες και τους αναλυτικούς όρους. Υπογραμμίζω εδώ το πεδίο που είναι ευρύτερα γνωστό ως Μετααποικιακές Σπουδές αλλά και την μαρξιστική ομάδα Subaltern Studies Group (έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος subaltern: υποτελής, υποδεέστερος). Η συνεργαζόμενη με την τελευταία αυτή ομάδα Ινδή θεωρητικός Γκαγιάτρι Τσακραβότρι Σπίβακ, διεθνούς απήχησης για το έργο της και τη συμβολή της στην μετα-αποικιοκρατική θεωρία, δημοσίευσε το 1985, το πολύ σημαντικό δοκίμιο με τίτλο Can the Subaltern Speak?

[3] Αναφέρω εδώ ως παράδειγμα τις αναφορές της Σαμπιχά Σουλεϊμάν σε ορατές και υλικές συνθήκες εξαθλίωσης, όπως την κατακραυγή της για υπερβολικά μειωμένα προσδόκιμα ζωής στο Ρομά πληθυσμό της περιοχής. Η ρητορική της δεν ήταν η αρμόζουσα σε επιταγές τής "από τα πάνω" ρυθμιζόμενης πολιτικής και των συγκυριακών προεκλογικών σκοπιμοτήτων.

[4] Δυστυχώς φαίνεται να εκλείπει από την ελληνική θεωρητική πραγμάτευση γύρω από ζητήματα υποδεέστερων – όπως π.χ. στα πεδία του εθελοντισμού και κοινωνίας των πολιτών, τόσο επίκαιρα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης –η κριτική, ριζοσπαστική προσέγγιση στην οποία αναφέρθηκα στα προηγούμενα (βλ. σημ. 2). Αντίθετα, δίνεται έμφαση στη θετική όψη της συλλογικότητας, και αλληλεγγύης από τη μεριά των παρεχόντων στήριξη, και στις χειραφετητικές δυνατότητες των εθελοντικών εγχειρημάτων για τους ευάλωτους "αποκλεισμένους". Άκριτα, έτσι, συγκροτούνται κανονιστικοί λόγοι γύρω από τα αναδυόμενα πρότυπα πολιτισμικής συμπεριφοράς που αφορούν στην πολιτική "από τα κάτω", και εκλαμβάνονται ως δεδομένοι και έξω από πλαίσια κριτικής θεωρητικής επεξεργασίας, οι λόγοι (discourses) που αφορούν στην κοινωνία των πολιτών και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εκλείπει εξάλλου μια συνολική αναστοχαστική οπτική των εμπλεκόμενων δρώντων στα πεδία διασυσχετισμού μειονοτικών (υποτελών)/ κυρίαρχων ομάδων, με αποτέλεσμα να απολήγουμε στην "αφωνία" των πρώτων και/ ή στην πλήρη τελικά υπαγωγή τους στα κυρίαρχα προτάγματα.