Η αρρώστια της εποχής μας

Γράφει ο Χρήστος Τσαντής. «Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τους γειτόνους χωρίς να με πάρουν τα γέλια μαζί και τα κλάματα. Δεν χύνονταν τότε οι άνθρωποι στο ίδιο καλούπι, με τη ντουζίνα, μα ο καθένας ήταν ένας κόσμος ξεχωριστός,

είχε τις δικιές του παραξενιές, αλλιώς γελούσε από τον άλλο, αλλιώς μιλούσε, κλειδώνονταν στο σπίτι του, κρατούσε κρυμμένες από ντροπή ή από φόβο τις πιο κρυφές επιθυμίες του, κι οι επιθυμίες αυτές θέριευαν μέσα του και τον έπνιγαν, μα δε μιλούσε, κι η ζωή του έπαιρνε τραγική σοβαρότητα. Κι έπειτα ήταν η φτώχεια, και δεν έφτανε η φτώχεια, ήταν κι η περφάνια να μην το μάθει κανένας. Και θρέφουνταν με ψωμί κι ελιές και βρούβες, για να μπορούν να μη βγαίνουν έξω με μπαλωμένα ρούχα. «Φτωχός είναι όποιος φοβάται τη φτώχεια, άκουσα κάποτε ένα γείτονα να λέει. Εγώ δεν τη φοβούμαι», έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο».

Αυτές οι σελίδες έβλεπαν το φως έπειτα από πολέμους, κατοχές, καταστροφές. Μα και τότε ακριβώς, που σχηματίστηκαν μέσα στο μυαλό του ποιητή, οι συνθήκες δεν ήταν λιγότερο άγριες. Εξεγέρσεις, σφαγές, καταπίεση ήταν μόνιμη συνοδεία των ανθρώπων στην καθημερινότητα της εποχής του, στην Κρήτη.
Αν κανείς ψάξει, έστω στα γρήγορα, την ιστορία αυτού του τόπου, θα διαπιστώσει πως κυριαρχεί η σύγκρουση ανάμεσα στο δίκιο και τ' άδικο, η μάχη ανάμεσα στο φόβο και τον σηκωμό, η σκληρή πάλη του «δυνατού» με τον «αδύνατο». Κι οι όροι άλλαζαν καμιά φορά κι ο «αδύνατος» θέριευε κι ο «δυνατός» σωριαζόταν στη γη σαν ένα τσουβάλι με άχυρα γεμάτο. Οι άνθρωποι μάθαμε στο διάβα των χρόνων να φτιάχνουμε, να πιστεύουμε, να προσκυνάμε, να ελπίζουμε ακόμα και να περιμένουμε την ανάσταση από κάποια σκιάχτρα. Σκιάχτρα που δεν τρομάζανε πλέον ούτε και τα πουλιά στους αγρούς.
Φοβισμένος ήταν ο κατατρεγμένος της μικρασιατικής καταστροφής. Ξένος στο τόπο του, ξένος και στην πατρίδα του. «Έπαιρνε τις δουλειές» απ' τους ντόπιους! Έτσι του λέγανε. Κι όμως αυτός ο φοβισμένος, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, αυτός που έβλεπε τους ανθρώπους του – όσους με χίλια βάσανα και κακουχίες κατάφεραν να γλιτώσουν το μαχαίρι – να πεθαίνουν σε παγωμένες στοές στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες, βρήκε τη δύναμη και πολέμησε τις κακουχίες, το φόβο και την απανθρωπιά.
Αλήθεια είναι πως και τότε βρέθηκαν αρκετοί, πρόθυμοι να πουλήσουν τη ψυχή τους στο διάβολο για ένα ξεροκόμματο, ικανοί για χωσιές, εγκλήματα σε βάρος των άλλων αδύνατων αδερφών τους μα αυτοί ήταν πάντα δακτυλοδεικτούμενοι, μισητοί κατακριτέοι και τούτη η αποφορά έδιωχνε τους ανθρώπους μακριά τους.
Ύστερα πάλι, στην κατοχή, οι ίδιοι σχεδόν, στις ταγμένες θέσεις. Ο πεινασμένος, ο φτωχός κι ο ανήμπορος, έγραφε με το αίμα του στα βιβλία της ζωής ιστορίες λεβεντιάς κι ανταρτοσύνης, θάρρους και ανθρωπιάς, πού για αυτές έφτασε να μιλάει με σεβασμό ολόκληρος ο κόσμος. Ακόμα και οι ναζί – ό,τι πιο χυδαίο γέννησε ποτέ η ανθρώπινη φύση – έμειναν έκθαμβοι από αυτή την ανυπότακτη ψυχή. Προσπάθησαν με θηριωδίες, σφαγές, εκτελέσεις, με την πείνα, με το φόβο, με όλα τα μέσα να τιθασεύσουν ετούτη τη ψυχή και δεν τα κατάφεραν.

Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί:

«Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά άλλος τρόπος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δυο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται. Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε να ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
nazi 1Πάνω σε εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε λέει, να αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρείς φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τί πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω από τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων».

Δεν λύγιζε! Αυτή ήταν η αρματωσιά του Έλληνα. Δεν λύγιζε. Στεκόταν καταντικρύ στον θάνατο, τον κοιτούσε καταπρόσωπο και του έβγαζε κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Κι όμως είχε παιδιά, εγγόνια, γυναίκα κι αδερφή, μάνα και πατέρα, όπως κι εμείς σήμερα.
Αλήθεια είναι, και τότε βρέθηκαν κάποιοι, πρόθυμοι να φορέσουν τις κουκούλες, να γίνουν χρήσιμοι στους ναζί και με τις ξένες πλάτες έμειναν έπειτα και στα «πράγματα». Αυτοί γράψανε την ιστορία της υποταγής και του δούλου το ανάγνωσμα. Όλοι οι άλλοι, όλοι όσοι μάθανε να σηκώνουν ψηλά το κεφάλι κοιτάζοντας τα άστρα στον ουρανό, έπρεπε να γονατίσουν, για να καρπίσει η νέα σπορά. Η σπορά του ραγιά, του Χατζηαβάτη της Ευρωπαϊκής αυλής. Η αρρώστια της εποχής μας μεταδιδόταν γρήγορα.
Από φόβο σε φόβο κι από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Κι ενώ μέχρι τότε την ιστορία την έβαζε ο άνθρωπος πάνω στο άλογο και πήγαινε καβάλα να ανταμώσει το φόβο, να μετρηθεί μαζί του, να νικήσει ή να χάσει αλλά πάνω απ' όλα να παλέψει και να διεκδικήσει την λίγη σπιθαμή ζωής που αναλογεί στον καθένα μας, άξαφνα καλόμαθε τον ηλεκτρισμό!
Όχι όμως αυτό το ρεύμα που διαπερνά το σώμα απ' την κορφή ως τα νύχια σαν ακούει κανείς τα λόγια του ποιητή ή διαβάζοντας τις αράδες της φρίκης στα Μαουτχάουζεν και τα Μπέλσεν ούτε εκείνον τον ηλεκτρισμό που γεμίζει ομορφιά τις ψυχές αγγίζοντας τα άστρα του Λουντέμη. Όχι!
Οι ποιητές, που κάποιοι κομματάρχες, τούς βάφτισαν «ποιητές της ήττας».. ναι, ναι! Έτσι τούς βάφτισαν οι κομματάρχες! (κομματάρχες: είδος που ευδοκίμησε στον τόπο μας κι έδωσε σύντομα καρπούς).
Όταν το ρεύμα της ξιπασιάς ακούμπησε την κολυμπήθρα της εξουσίας, εκείνοι προτίμησαν να γεμίσουν τα άδεια κιβώτια με σωρούς από ψέματα και συμπεριφορές αντάξιες των δήμιων, πολεμώντας τα λόγια του ποιητή.. «πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες»!
Γιατί οι ίδιοι ήτανε μέρος της φωτιάς. Καύσιμη ύλη έτοιμη να αρπάξει ή καλύτερα να τα αρπάξει. Έτσι μια «καθωσπρέπει ζωή» είχε τον διαμεσολαβητή της! Κάποιον που θα έπρεπε να σε εκπροσωπήσει και φυσικά να σε ανταμείψει για τις υπηρεσίες που θα προσφέρεις. Η αξία της ψυχής αντικαταστάθηκε από την «αξία» του χρήματος.

«Ασήμαντο και χωρίς αξία φαίνεται να είναι το χρήμα και ολοκληρωτικά επιβεβλημένο από το νόμο αλλά από τη φύση του δε διαθέτει τίποτα και αν τεθεί εκτός κυκλοφορίας, δεν έχει καμιά αξία και καμιά χρησιμότητα.»
(Αριστοτέλης: Πολιτικά, Βιβλίο Ι)

maoutxaouzen Ο ποιητής πέθανε. Κάποιος από αυτούς λίγο πριν φύγει, μας μίλησε για «το πρόσωπο του τέρατος» και χτύπησε δυνατά τις καμπάνες. Μα η αρρώστια είχε ήδη εξαπλωθεί. Όλο το οικοδόμημα που κρατούσε τον άνθρωπο σιμά στην ιστορία του τιναζόταν στον αέρα ταχύτατα. Το «σύγχρονο» έγινε το να έ χ ε ι ς και όχι το να ε ί σ α ι.
Η παιδεία; Έγινε φροντιστήριο! Ο πολιτισμός; Εμπόρευμα! Η πολιτική; Ασχολία νεόπλουτων! Το χρήμα; Θεός! Ο άνθρωπος; Ζώο!
Κάποτε ο μαυραγορίτης ήταν στο στόχαστρο. Μετά έγινε της μόδας! «Αφού το κάνουν όλοι, γιατί όχι κι εγώ;» Η μπόχα που τους συνόδευε φορέθηκε σαν κολόνια στα σαλόνια και προβλήθηκε μάλιστα πολύ. Γράψανε, γράψανε οι φυλλάδες. Βιβλία πολλά που λένε τα ίδια για «τις ζωές των άλλων» και διαφημίζουν τη δυσοσμία, μολύνοντας κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας.
Ο «νέος θεός», η ευμάρεια, το όνειρο της ατομικής ευτυχίας που θα έρθει με το ακριβό αυτοκίνητο, αυτό που μπορεί κανείς να επιδείξει - λες και τα όνειρα μπαίνουν σε αμάξια ! – ζητούσε θυσίες. Μετανάστευση, αποκοπή απ' τις ρίζες και την ιστορία, διαζύγιο με όλες τις αξίες που κράτησαν όρθιο αυτόν τον τόπο στις πιο μεγάλες ιστορικές καμπές. Όλα στον Καιάδα.
Ύστερα τον κάνανε και κόμμα τον Καιάδα και τον ψήφιζαν! Ω, αιώνιε κομματάρχη! Ίδιος κι απαράλλαχτος σε κάθε εποχή. Αλλάζεις μόνο τη φορεσιά και τα λούσα μα είσαι ίδιος. Χρόνια μιλούσαν οι ποιητές αλλά πού; Αυτί να ακούσει, δεν υπήρχε.
Τα ντεσιμπέλ των νυχτερινών κέντρων και ο θόρυβος της «τσαούσας» έκλειναν τα αυτιά. Τώρα ο «αδύνατος» ήταν πραγματικά αδύνατος. Γιατί επέλεξε μόνος του την αδυναμία. Η ζωή ήταν πιο εύκολη τώρα! Θα σε ψηφίσω κι εσύ θα μου κάνεις αυτό και το άλλο. Και τώρα; Τώρα, θα σε τιμωρήσω!! Και θα ψηφίσω τον άλλον, για να μου κάνει! Να μου φέρει φαγητό! Να μου βρει δουλειά! Ό,τι δουλειά και να 'ναι! Έτσι σκέφτονταν οι δούλοι! Πάντοτε!
Μόνο που γίνανε πολλοί και θέλουνε σε τούτη την πατρίδα, ξανά «με μισθοφόρους και πραιτοριανούς», να γίνουν οι ίδιοι δήμιοι στη θέση του δήμιου. Μίσος και «οργή» μιας φουρνιάς ζαλισμένης, μιας ομάδας ανθρώπων που γαλουχήθηκε στον «πολιτισμό» της πίστας, αδίστακτοι, τέτοιοι όπως τους είχε δει από παλιά ο ποιητής.

Είπε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον Εστί»:

«Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες τον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν»...

Ποιός ασχολείται μαζί του; Νέοι «ποιητές» βγήκαν στο σκοτάδι. Κάθισαν στο ντιβάνι της εξουσίας και στάζουν χολή και μίσος. Καταράστηκαν την ομορφιά. Έπιασαν στασίδι δίπλα στους μασκοφορεμένους ναζί. Τούτοι είναι κι οι πιο επικίνδυνοι ξενιστές της αρρώστιας! Οι μασκοφορεμένοι.
Ψέλνουν, ψέλνουν κάθε μέρα και γεμίζουν μίσος τους δρόμους, τις πλατείες με σύμμαχο το νόμο και τη μαφία. Ο Φύρερ έγινε ξανά «οδηγός» τους!! Το λένε κι έξω από τις τρύπες τους τώρα. Μα πρώτα τον κάνανε νόμο της ζωής, το νόμο της ζούγκλας. Λευτεριά στους ναζί, θάνατος στη ζωή! Αυτό λένε οι κραυγές των ανθρώπων. Κι οι λύκοι σωπαίνουν ξανά μπροστά στη θηριωδία.
«Εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι» κι έτσι μονάχα με λίγες λέξεις μπορώ να μιλήσω. Για αυτό σου θυμίζω τα λόγια του ποιητή ως ύστατη έκκληση στην ανθρωπιά, γιατί το πιστεύω. «Αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας» έχει τη δύναμη να σταματήσει το κακό. Αρκεί να θυμηθείς τον ποιητή:

«Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες τα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
Και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε...

...Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες την έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...

Pin It