Η αρχοντογειτονιά της Σκύρου

Αιγαιοπελαγίτικη Σκύρος με τη Χώρα να αναπτύσσεται αμφιθεατρικά διατηρώντας το αρχικό πυρήνα της πλαγιάς του λόφου, στην κορυφή του οποίου διακρίνονται το Κάστρο και το μοναστήρι του Άη Γιώργη, του προστάτη Αγίου του νησιού.

 

  Μαρτυρίες άλλων εποχών και τοποθεσιών του νησιού είναι τα ευρήματα που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου, φανερώνοντας την ύπαρξη διάσπαρτων οικισμών από τα προϊστορικά ως τα βυζαντινά χρόνια.
  Το 1702 ο περιηγητής Tournefort αναφέρει πως «δεν υπάρχει παρά ένα μόνο χωριό στο νησί της Σκύρου που είναι χτισμένο σε έναν απόκρημνο βράχο με κωνική μορφή».
  Στην περιγραφή της για τη Σκύρο η Χατζημιχάλη (1925) τονίζει πως «Τα παλιότερα σκυριανά σπίτια που σώζονται είναι κτισμένα από ένα περίπου αιώνα, πολύ λίγα, μόλις ένα δύο, να χτίστηκαν πριν από το ‘21. Ο λόγος που δεν υπάρχουν πολλά παλιά σπίτια είναι ότι στα χρόνια εκείνα είχαν γίνει διάφορες επιδρομές και καταστροφές στο νησί».
  Αν και δημογραφικά, κατά περιόδους δεν υπήρχε σταθερότητα, το νησί δεν ερημώθηκε ποτέ, με τον πληθυσμό του να επιβιώνει στις δύσκολες καταστάσεις, στο πλαίσιο του παραδοσιακού οικισμού του Κάστρου. Εκεί βρίσκεται συγκεντρωμένο σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων του νησιού (Αρναούτογλου 1989:188).
skyros2 1150  Η αρχιτεκτονική της Χώρας, ακολουθώντας την αιγαιοπελαγίτικη παράδοση, διαμόρφωσε ένα οικιστικό περιβάλλον, με κύριο στοιχείο την επανάληψη ενός ελάχιστου κατασκευαστικού μεγέθους που υπάκουε στον νόμο της σύνθεσης λευκών κυβικών όγκων.
 Η στενότητα του χώρου οδήγησε στο ιδιότυπο θεσμικό πλαίσιο της κατ’ όροφο ιδιοκτησίας. Οι –κατά κανόνα ξεχωριστές– κατοικίες του ισογείου και του πρώτου ορόφου διατελούσαν κάτω από το νομικό καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, κάτι που είχε επισημανθεί από πολύ παλιά και μνημονεύεται στο εθιμικό δίκαιο νησιών του Αιγαίου, ιδίως των Κυκλάδων, από την εποχή της Τουρκοκρατίας με ανεξάρτητη, από το δρόμο, την κάθε είσοδο.
  Κοινωνική και οικονομική ιεράρχηση εντοπίζεται στο βασικό οικισμό της Σκύρου. Οι τρεις μεγάλες συνοικίες του, όπως επισημαίνεται από την Αρναούτογλου (1989:194-195) ακολουθούν ένα αυστηρό τυπικό: κατοικούνται ο καθένας από συγκεκριμένη επαγγελματική-οικονομική και κοινωνική κατηγορία. Ο κατοικημένος χώρος δηλαδή, λειτουργεί συμβολικά, αναπαράγοντας και διατηρώντας διακρίσεις ως προς την ταυτότητα των κατοίκων του, που γίνονται αντιληπτές από όλους.
Αρχοντογειτονιά, το όνομα της πρώτης συνοικίας, χώρος που βρίσκεται πολύ κοντά στο κάστρο και στο ψηλότερο σημείο του οικισμού. Όπως μαρτυρεί και το όνομά της ήταν η γειτονιά των αρχόντων και των οικογενειών τους, των επιφανών κατοίκων του νησιού, των προυχώντων, ιδιοκτητών μεγάλων τμημάτων καλλιεργήσιμης γης.

skyros3 1150   Μεγάλη Στράτα το όνομα του κεντρικού πεζόδρομου που τη διασχίζει, Αρχοντοπαναγιά το όνομα μιας εκ των εκκλησιών της.
  Η Αραβδόπετρα, συμβολικό σημείο αναγνώρισης της ανωτερότητας των κατοίκων της Αρχοντογειτονιάς, πέτρα όπου οι κατώτεροι ακουμπούσαν παλιά τα ραβδιά τους και συνέχιζαν το δρόμο τους, προκειμένου να διασχίσουν την γειτονιά των Αρχόντων.
  Οι κτηνοτρόφοι, η δεύτερη ισχυρή κοινωνικο-οικονομική ομάδα, που νοικιάζει γη για τη βόσκηση των ζώων της από τους προύχωντες, κατοικεί αμέσως μετά, ενώ στο πιο μακρινό σημείο από το κάστρο βρίσκεται η ομάδα που βρίσκεται στην κατώτρη ιεραρχική βαθμίδα, είναι εκείνη των γεωργών, των κατόχων μικρών τεμαχίων γης και των ακτημόνων που νοικιάζουν καλλιεργήσιμη γη.
  Η ανάπτυξη του βασικού οικισμού δεν δέχτηκε επιρροές από άλλες επαγγελματικές ομάδες του νησιού, λ.χ. ναυτικούς (Κωνσταντινίδης, 1901). Άγραφοι τοπικοί νόμοι και το εθιμικό δίκαιο διαμόρφωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ως τη σταδιακή υποχώρησή τους στις μέρες μας, τις σχέσεις μεταξύ των τριών παραπάνω τάξεων, τις συνεργασίες τους καθώς και ήθη και έθιμα που συνδέθηκαν με τη συγκρότησή τους .1

1.Η εργασία βασίζεται σε κείμενα της γραφούσης στο Ρίζες Ελλήνων: Νησιώτες του Βορείου Αιγαίου.

 

 Βιβλιογραφία

 Αντωνιάδης, Ξ, 1977, Η Σκύρος στους Περιηγητές και Γεωγράφους, 1400-1900, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήναι 1977:136.

Αρναούτογλου Φ,. 1989, Σκύρος, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Ανατολικό Αιγαίο –Σποράδες–Επτάνησα,τόμος1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα

Ατέσης Β., 1961. Ιστορία της Εκκλησίας της Σκύρου, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήναι.

Δελλα-Ρόκκα Ιω. 1968, «Το δίκαιο της Νάξου κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας», Επετηρίς Εταιρίας Κυκλαδικών μελετών, 7: 453.

Braudel F. Η μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, τ. Α΄, μτφ. Κ. Μιτσοτάκη, Μ.Ι.Ε.Τ., 1991,Αθήνα.

Βασιλειάδης Δ., 1955, Εισαγωγή στην αιγαιοπελαγίτικη λαϊκή αρχιτεκτονική, Αθήναι.

Καννά Α., 1972, «Γεωργοοικονομική μελέτη νήσου Σκύρου», επί πτυχίω διατριβή, Γεωπονική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 1972.
Κωνσταντινίδη, Μ., 1901, Η νήσος Σκύρος, Αθήνα, σ.144.

Παπαγεωργίου Δ., 1909, Ιστορία της Σκύρου, Πάτραι.

Πέρδικα Ν., 1940, Σκύρος, Αθήναι.

Χατζημιχάλη Αγγ., 1925, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη, Σκύρος, Αθήναι, σ.20.