Η εδαφικοποίηση του Χρόνου στο Last Year at Marienbad

Γράφει η ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Με αποστεγνώνει τόσο το παρόν, που γυρίζω στο παρελθόν. Στο παρελθόν ξέρεις, με κάποια θρασεία βεβαιότητα, ότι βρίσκονται όσα με ασφάλεια μπορείς να προσεγγίσεις.

 

Όχι γιατί όταν τα βίωσες δεν σε τρόμαξαν αρκετά, αλλά επειδή έχεις την διαχωριστική γραμμή που σε τοποθετεί στο παρόν.
Μετράς πραγματικότητες, ζώντας στην ψευδαίσθηση της γνώσης έως να έρθει η επόμενη εμπειρία και να σε επαναφέρει στην συνειδητοποίηση ότι υπήρχε και κάτι ακόμα που δεν γνώριζες. Δοκίμασα πολλές φορές, λοιπόν, να συλλάβω την πραγματικότητα, αλλά ήταν αναπόφευκτα απογοητευτική.
Κατηγόρησα την φαντασία μου, η οποία πάντα δίσταζε να συνδιαλεχθεί με το πραγματικό. Eνστικτωδώς κατέληξα στο συμπέρασμα ότι φαντάζομαι ότι δεν μου ανήκει, ό,τι μου λείπει.

Έπρεπε να βρω τι μου έλειπε.

Τότε άρχισε να γίνεται αντιληπτό κάτι εξίσου συγκλονιστικό: το άρωμα του χώματος μετά την φθινοπωρινή βροχή, ο ήχος από το κουταλάκι πάνω στο φλιτζάνι του τσαγιού, η αίσθηση ενός βελούδινο φορέματος πάνω στο δέρμα μου, ένα σύννεφο που έπαιρνε γνώριμες μορφές, η γεύση του αίματος από ένα νευρικό δάγκωμα στα χείλη. Όλα αυτά ενεργοποιούσαν μία Εμμανουέλα που προϋπήρχε του χθες, ασφυκτιούσε στο τώρα και την παρηγορούσε η ανατροπή του αύριο.

Ο Ντελέζ έγραφε ότι, οι αναμνήσεις είναι η θεμελιώδης σύνθεση του χρόνου, η κάθε ανάμνηση είναι ερωτική. Ο Έρωτας είναι ο μνηστήρας της Μνήμης.

Μήπως δεν το έχεις νιώσει και εσύ; Οι αναμνήσεις δεν εδαφικοποιούν λίγο τον Χρόνο;

Βλέποντας την ασπρόμαυρη ταινία, αναπόφευκτα κοιτάζω συναισθήματα. Υπάρχει αυτή η ψευδαίσθηση ότι όταν βλέπω σκηνικά σε άσπρο- μαύρο, δεν βλέπω ανθρώπους αλλά τις ψυχές τους που αιωρούνται.

Υπάρχει ο Χ, η Α, ο Μ ένα μπαρόκ ξενοδοχείο και διάφορα άλλα πρόσωπα που περνούν από το βλέμμα σου αλλά δεν το αγγίζουν. Πρωταγωνιστής είναι ο Χρόνος και σκηνοθετούν οι αναμνήσεις.

Τα εναλλασσόμενα σκηνικά θα μπορούσε να τα έχει φιλοτεχνήσει ο Μαγκρίτ, ενώ θα μονολογούσε ότι δεν σημαίνουν όλα κάτι και πρέπει να αποδεχθούμε το άγνωστο σαν την πιο γνωστή μας αλήθεια.

Η ταινία, δημιούργημα της δεκαετίας του εξήντα, δεν υπηρετεί την κλασική αμερικανική αισθητική με σκοπό την πρόσκαιρη διασκέδαση. Ο σκηνοθέτης, Alain Resnais, χρησιμοποιεί για ενενήντα λεπτά έναν καμβά που αποτυπώνει τον ανθρώπινο ψυχισμό.

Στο τέλος, όλα γίνονται μια θολή εικόνα. Αναρωτιέσαι αν το μαύρο- άσπρο, η έλλειψη ζωής και η ζωή, είναι πραγματικότητα ή αποκύημα της φαντασίας. Ποιος λέει αλήθεια; Ποιος ζει την αλήθεια που προασπίζεται;
Ίσως να πρόκειται για κάποιο όνειρο, για ανθρώπους που παρέμειναν όνειρα και για όνειρα που δεν βρήκαν μορφές ανθρώπων.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι, ζήσαμε; Ίσως η απάντηση βρίσκεται στην “ Εμμονή της Μνήμης” του Νταλί με εκείνα τα λιωμένα ρολόγια, να αφομοιώνουν την αποστράγγιση της ζωής με το πέρασμα του χρόνου κάτω από το ατέρμονο φως της ύπαρξης.

Η ταινία είναι ποίηση εν κινήσει και εσωκλείει έναν ξεχασμένο ρομαντισμό.