Συνέντευξη με την ηθοποιό Τζίνα Δημητροπούλου

Απ’όλες τις μορφές τέχνης γιατί επιλέξατε την υποκριτική;


Δεν την επέλεξα…Βγήκε σαν ανάσα. Την ώρα που ανέπνεα, ανέπνεε μέσα μου και η υποκριτική.

Παρ΄όλα αυτά δεν την επιλέξατε από την αρχή ως επάγγελμα. Γιατί;
Δεν πίστευα ότι η δουλειά του ηθοποιού χωράει μέσα σε μια ταμπέλα ως επάγγελμα. Για μένα ήταν μια προσφορά στις ψυχές των άλλων. Το γέλιο, η συγκίνηση, ακόμα και το χαμόγελο και το κλάμα είναι πάντα λυτρωτικά. Η υποκριτική τα προσφέρει όλα αυτά. Μου αρέσει να λυτρώνω τους άλλους. Έτσι λυτρώνομαι κι εγώ.

Τελικά όμως δεν την αποφύγατε την ταμπέλα. Εδώ και αρκετά χρόνια εργάζεστε επαγγελματικά ως ηθοποιός.
Ναι. Δεν το προγραμμάτισα. Απλά κάποια στιγμή ήρθε φαίνεται το «πλήρωμα του χρόνου», δημιουργήθηκαν οι ιδανικές συνθήκες για να το αποφασίσω.

Ήρθε η κατάλληλη πρόταση;
Ήρθαν οι κατάλληλοι άνθρωποι, αυτοί με τους οποίους ένιωθα όμορφα για να πορευτώ μαζί τους.

Ποιο είδος θεάτρου προτιμάτε και ποιο θεωρείτε δυσκολότερο;
Αγαπώ πολύ την κωμωδία. Μου ταιριάζει και νομίζω πως της ταιριάζω. Δυσκολότερο όμως είδος από την επιθεώρηση, για μένα, δεν υπάρχει. Αυτή η διαδραστική αμεσότητα που δημιουργείται μεταξύ της σκηνής και της πλατείας είναι μοναδική. Διαφέρει τόσο πολύ από όλα τα άλλα είδη που τουλάχιστον στα μάτια τα δικά μου, μοιάζει πολύ δύσκολο να την υπηρετήσει σωστά ένας ηθοποιός. Υπήρξαν βέβαια σπουδαίοι Έλληνες ηθοποιοί που την υπηρέτησαν με τεράστια επιτυχία. Και λέω «Έλληνες ηθοποιοί», γιατί ως γνωστόν, η επιθεώρηση είναι καθαρά ελληνικό δημιούργημα.

Μια τόσο πεζή και κυνική κοινωνία πόσο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά έναν καλλιτέχνη;
Καθόλου αρνητικά. Μόνο θετικά. Δεν είναι τυχαίο που η τέχνη πάντα ανθίζει σε δύσκολους καιρούς.
Η περίοδος της καραντίνας ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Κάποιοι καλλιτέχνες όμως την εκμεταλλεύτηκαν για να δημιουργήσουν. Εσείς πώς τη βιώσατε;
Ανυπόφορα. Ένιωθα σα λιοντάρι στο κλουβί. Είμαι από τη φύση μου κοινωνική, μ’αρέσει να επικοινωνώ με τους ανθρώπους με κάθε τρόπο, αλλά κυρίως να τους συναντώ, να τους αγγίζω. Κάτι που δεν μπορούσε να μας προσφέρει η τεχνολογία. Καλά είναι και τα τηλέφωνα και οι βιντεοκλήσεις, αλλά σαν την επαφή της ζεστής ματιάς, της ανοικτής αγκαλιάς δεν υπάρχει. Αυτός λοιπόν ο εγκλεισμός μου έκανε πολύ κακό, με επηρέασε και με κομμάτιασε. Σ’αυτό βέβαια συνετέλεσε και το γεγονός ότι έκλεισαν τα θέατρα και χάθηκε η επαφή με τους θεατές. Για έναν ηθοποιό αυτό είναι ανυπαρξία. Πώς να δημιουργήσει όταν η αυλαία κλείνει; Δεν μπορεί. Μπορεί όμως να παρακολουθήσει έστω και ιντερνετικά παραστάσεις, να διαβάσει και να μελετήσει ρόλους. Αυτό το έκανα και ήταν και η μόνη μου παρηγοριά.

Πόσο εύκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να ξαναβιώνει επί σκηνή δυσάρεστες προσωπικές εμπειρίες;
Καθόλου εύκολο. Όχι ως προς την τεχνική όσο ως προς την συναισθηματική κατάσταση που ο ρόλος επιβάλλει να ξαναζήσω. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι εφιάλτες από τους οποίους όλοι θέλουμε να ξεφύγουμε. Η αναβίωσή τους επί σκηνής παραμένει επώδυνη. Παρ’όλα αυτά ο ηθοποιός πολλές φορές χρειάζεται να αγγίζει την αλήθεια του ρόλου και μέσα από τις εμπειρίες του. Και έτσι πρέπει να’ναι. Οι ρόλοι, όσο κι αν είναι αποκύημα της φαντασίας κάποιου συγγραφέα, είναι κατά βάθος αντανάκλαση της αληθινής ζωής, οπότε έχουν ανάγκη τις αληθινές εμπειρίες για να ζωντανέψουν επί σκηνής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναγκαιότητας αποτελεί η περίπτωση της μέγιστης Μαρίκας Κοτοπούλη η οποία την ίδια στιγμή που θρηνούσε το θάνατο του Ίωνα Δραγούμη, εκείνη την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσε ότι έτσι έπρεπε να ερμηνεύσει και τον ρόλο της Ηλέκτρας.

Μια που αναφερθήκατε στην Μαρίκα Κοτοπούλη, έχετε κάποιους ηθοποιούς ως πρότυπα;
Όλους εκείνους τους σπουδαίους καλλιτέχνες που αγάπησαν την τέχνη τους, της αφοσιώθηκαν και την υπηρέτησαν χωρίς φειδώ. Δεν θα αναφερθώ σε ονόματα γιατί είναι πολλοί και δεν θέλω να ξεχάσω κανέναν απαξιώνοντας την πολύτιμη συνεισφορά του στην τέχνη και την προσφορά του στο κοινό.

Αγαπημένοι ρόλοι;
Αρκετοί, αν και εδώ μπορώ να ξεχωρίσω τον ρόλο της Ελίζας Ντούλιτλ από τον Πυγμαλίωνα του Μπέρναρ Σω. Χωρίς να είναι ο σπουδαιότερος του κλασικού ρεπερτορίου ασκεί επάνω μου μια μοναδική γοητεία και έλξη.

eliza 1000Τότε είναι εξαιρετική συγκυρία το γεγονός ότι το έργο «Όλα για την Ελίζα» η παράσταση που πρωταγωνιστείτε, για τρίτη χρονιά, έχει ως σημείο εκκίνησης τον Πυγμαλίωνα!
Πράγματι είναι ευτυχής συγκυρία! Η Κούλα Τζαμτζαλή που υποδύομαι έχει κι εκείνη όνειρο να ερμηνεύσει το ρόλο της Ελίζας Ντούλιτλ και κάνει ό,τι μπορεί για να το πετύχει. Η παράστασή μας που είναι θέατρο μέσα στο θέατρο, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή του Πυγμαλίωνα με κύριο όμως στόχο το ξύπνημα φοβισμένων ονείρων. Είναι μια παρότρυνση προς όλους να μην κρατούν θαμμένα τα όνειρά τους, αλλά να τα κυνηγούν. Με κάθε κόστος.
Εσείς κυνηγάτε τα όνειρά σας;
Πάντα!

CV
Η Τζίνα Δημητροπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Στην πολύχρονη ενασχόλησή της με το θέατρο έχει ερμηνεύσει κεντρικούς ρόλους έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων όπως τη Βασούλα στο «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» των Ασ. Γιαλαμά & Κ. Πρετεντέρη, την Εύα στο «Η κυρία του κυρίου», των Ν. Τσιφόρου & Πολ. Βασιλειάδη, την Ελένη στο «Η δε γυνή να φοβήται των άνδρα» του Γ. Τζαβέλα, την Τζένη στο «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» των Αλ. Σακελλάριου & Χρ. Γιαννακόπουλου, τη Λία στο «Φωνάζει ο κλέφτης» του Δ. Ψαθά, τη Λοκαντιέρα στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, την Αγάπημου στο «Αγάπημου ΟυάΟυα του Φρ. Καμπώ, καθώς και τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα της Μαριάννας Κυριακάκη, την Χαρά στο «Το κοτέτσι», την Κούλα στο «Όλα για την Ελίζα», την Ζωή στο «Diavol Kommandant» και την Πέρσα “Διπλό Σαχ».
Στην τηλεόραση ερμήνευσε το ρόλο της μάνας στην εκπομπή «Η οικογένεια της συμφοράς».
Φέτος υποδύεται για τρίτη χρονιά την Ελπινίκη Τζαμτζαλή στο «Όλα για την Ελίζα» της Μαριάννας Κυριακάκη, σε σκηνοθεσία Μάνου Αντωνίου.

Pin It