Γεννημένος την 17 Νοέμβρη

του Νικόλα Μιτζάλη, δρ.αρχιτεκτονικής ΕΜΠ. Η ένοπλη επιλογή που ακόμα τρομάζει. Η εκλογική περίοδος που διανύουμε συμπίπτει με την ολοκλήρωση -εκ μέρους μου- για δεύτερη φορά, της ανάγνωσης του βιβλίου του Δ.Κουφοντίνα,

«Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», Λιβάνης, 2014, σσ.480, επιτρέποντάς μου να κάνω, εκ νέου, χρήσιμους παραλληλισμούς μεταξύ των δύο αυτών μεθοδολογιών κοινωνικής ανατροπής: της εκλογικής δημοκρατικής διαδικασίας και της επαναστατικής τρομοκρατικής βίας.

«Οι επαναστατικές δυνάμεις οφείλουν τώρα να τολμήσουν. Να τολμήσουν να πολεμήσουν. Γιατί κανένας εχθρός δεν νικήθηκε ποτέ από το χαρτί, την πένα ή την φωνή, και κανένας αφέντης δεν απώλεσε την εξουσία του με την ψήφο!» Ερυθρές Ταξιαρχίες, Απρίλης 1972

Εάν υποθέσουμε ότι αφύπνιση είναι το σημείο σύζευξης ενός εξεγερμένου υποκειμένου και ενός πληβειακού χώρου, ενεργοποιημένου από κοινωνικά συμβάντα, που την ίδια στιγμή προκαλεί ρήξη με την ιστορική κυρίαρχη πραγματικότητα, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμβρη, όπως και άλλα κινήματα της περιόδου γεννημένη μέσα από τους ταξικούς αγώνες και το φοιτητικό κίνημα του '70, αντιλαμβάνεται και αποφασίζει ότι οι εργατικές μάζες δεν μπορούν να επαναθεσμίσουν την κοινωνική τάξη πραγμάτων επικρατώντας έναντι του κυρίαρχου αστικού συστήματος χωρίς τα όπλα.

Η επιλογή αυτή δεν ήταν απόφαση κάποιων «διαταραγμένων» ανορθολογιστών «τεράτων», όπως διάφοροι θιασώτες του συστήματος τούς έχουν κατά καιρούς αποκαλέσει εφαρμόζοντας μια συστημική στρέβλωση της επαναστατικής έννοιας, αλλά μια πλήρως ορθολογική πολιτική πράξη, εάν μιλήσουμε με όρους Άρεντ, καθώς ήταν «ο μόνος τρόπος να ισορροπήσει ξανά η πλάστιγγα της δικαιοσύνης»[1].

Η επέκταση του μετεμφυλιακού κράτους, η ατιμωρησία των βασανιστών της χούντας (σ.183), η αυταρχικότητα της εξουσίας που ποινικοποιούσε κάθε διαμαρτυρία (Ν 330/1976), το συμπαγές μέτωπο εργοδοτών-αστικών εφημερίδων έναντι των εργατικών διεκδικήσεων (σ.63), και η ανεπάρκεια της επίσημης Αριστεράς (σσ.36,68), εξοικειωμένης με την ιδέα της ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό (σ.184), συνέβαλαν στην συνειδητή επιλογή αυτής της παράνομης μορφής πάλης.
Η 17Ν αναδύεται μέσα από την ιστορική περίοδο μετάβασης προς τη δημοκρατία και τις επίμονες προσπάθειες για αποκατάσταση των χαμένων ελευθεριών. Μέσα από τον «οξυμένο κοινωνικό πόλεμο» (σ.144). Η καταστολή των εργατικών προσδοκιών από το κράτος και την εργοδοσία που μετέρχεται πρακτικές εκφοβισμού τής γειτονικής Ιταλίας (χαφιεδισμός, ομάδες κρούσης στρατολογημένων νεοφασιστών κατά εργατών και απεργών, παραπληροφόρηση, εκβιασμοί, μαζικές απολύσεις) απορρέει κυρίως από την αναδιάταξη του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος ελίσσεται προκειμένου να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που καθορίζουν οι νέες διεκδικήσεις αλλά και η διεθνής κρίση του '70, θέτοντας τις βάσεις για την πλήρη αποβιομηχάνιση της χώρας.

Η συγκρουσιακή εξάντληση των εργαζόμενων μετά το 1976 και η εγκόλπωση της κινηματικότητας από τον παραταξιακό συνδικαλισμό θα αποτελέσουν επιμέρους «Λιπάσματα» στην κλιμάκωση τής έντασης εκ μέρους της 17Ν.
Το κίνημα τής ιταλικής αυτονομίας επηρεάζει και τον προπάτορα ΕΛΑ (σ.112,126) και την 17Ν (σ.97) κυρίως ως προς την αντιθεσμική άμεση δράση και την πολυδιαβαθμισμένη αντιβία καθώς δεν βρίσκει ανταπόκριση στην ευρύτερη κοινωνία (σ.125). Η επίθεση στην «καρδιά του κράτους», υπαγορευμένη από την μαρξιστική αντίληψη τής υποκειμενικότητάς του, εντείνεται τη δεκαετία του '80 με αιχμή την ελεγχόμενη ένοπλη προπαγάνδα που, σύμφωνα με την 17Ν, θα δημιουργούσε συνείδηση και γενικευμένη κινητοποίηση του λαού. Ελεγχόμενη, προκειμένου να αποφευχθεί μια οξυμένη αντίδραση της εξουσίας (σ.242) που θα νομιμοποιούσε ένα γενικευμένο καθεστώς έκτακτη ανάγκης, αλλά και πολλαπλή, προκειμένου να συντηρήσει τον «βαθύ πολιτικό δεσμό με την κοινωνία» (σ.279). Ο δεσμός αυτός θα ατονήσει ακριβώς όπως εκείνος των Ερυθρών Ταξιαρχιών: Ο θρίαμβος του καταναλωτισμού και του θεάματος, η μετάβαση από το συλλογικό στο ατομικό, και ο κοινωνικός κατακερματισμός, διαβρώνει την λανθάνουσα επαναστατική συνείδηση των λαϊκών τάξεων και συμβάλει καθοριστικά στην απομόνωση της 17Ν -ιδιαίτερα μετά τα μέσα του '90- που συνεχίζει το αντάρτικο πόλης χωρίς να μπορεί να κεφαλαιοποιήσει την ευρεία εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών, κάτι που ο ίδιος ο Δημήτρης Κουφοντίνας αναφέρει σε διάφορα σημεία του βιβλίου του.

Το τελευταίο, 12 χρόνια μετά την εξάρθρωση της 17Ν, έρχεται να κλείσει έναν μακρύ ιστορικό κύκλο αντάρτικου πόλης διαφωτίζοντας πολλά σημεία γύρω από την οργανωτική της διάρθρωση, τις καταβολές της και το ιδεολογικό της στίγμα. Το πολυσέλιδο (σσ.478) ευκολοδιάβαστο αυτό πόνημα, που κάποιοι απρόσεκτοι ίσως προτρέξουν να του προσδώσουν «ηρωικά» χαρακτηριστικά, αποτελεί μια σημαντική αυτοβιογραφική αφήγηση από έναν λαϊκό, ανένδοτο «επαγγελματία επαναστάτη» που όταν τον στρίμωξαν «δεν τα κατέβασε», όπως έγραφε η Γώγου. Αποδεικνύει τη δύναμη της θέλησης και την εμβέλεια της δράσης του ανιδιοτελούς εξεγερμένου υποκειμένου που υπακούοντας στο πρόταγμα τής ταξικής πάλης θυσίασε τα πάντα για μια ιδέα.

Η αυτοκριτική που εμπεριέχει, καταδεικνύει τη διαρκή ενδοσκόπηση και τις συνεχείς αντιφάσεις της οργάνωσης (και ως προς τη χρήση βίας και ως την μεθοδολογία) που αποτέλεσε τον εφιάλτη των εξουσιαστών για 25 περίπου χρόνια.

[1] Χ.Άρεντ, 2000, Περί Βίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σ.123