Σταυροί στο ακροθαλάσσι, Θωμάς Κοροβίνης

[παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος]

 

Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, δεν είναι διηγήματα. Ένα αφήγημα με το κείμενο χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, που κάθε φορά διαπραγματεύονται ένα διαφορετικό θέμα, σε διαλογική μορφή, και αποτελούν μεταφορά διαλόγων (από το 1975) του συγγραφέα με τη γιαγιά του Ελπινίκη, μια γυναίκα λαϊκής καταγωγής, που διακρίνεται για την ευφυία και τη θυμοσοφία της και ιδιαίτερα ετοιμόλογη, που αιφνιδιάζει κάποιες φορές τον εγγονό και τον αναγνώστη! Μια γυναίκα που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ως πρόσφυγας από τη Θράκη, με την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και βίωσε την απόρριψη μέρους της ελλαδικής κοινωνίας της εποχής, «…άκουγες βρισίδια, παλιοτουρκάκια, δε σας θέλ’με, να πάτε από κει που ’ρθατε, σκατοπρόσφυγες, αρπάχτρες, σκυλιά του Βενιζέλου… Άμα είδαν τα αντίσκηνα στημένα, είπαν καλώς ήρθανε τα γιούφτικα τσαντίρια με τους τεμπέληδες, τα μ’λάρια τ’ ανατολίτ’κα!...»

Επόμενο να καταφέρεται εναντίον όλων όσων ενεπλάκησαν στον πόλεμο, του οποίου κατάληξη ήταν να ξεσπιτωθούν και τα δικά τους πάτρια χώματα να χάσουν: «…ανάθεμα τον Βενιζέλο, κι ανάθεμα τον βασιλέα, Κωνσταντίνος και Λευτεράκ’ς, το τέρας το δικέφαλο, που έσπειραν διχόνοια στο ρωμαίικο γένος, ανάθεμα και τρισανάθεμά τους που μας πουλήσανε για πέντε γρόσια, και βαφτίσανε το διωχμό ανταλλα’ή…» Και αλλού: «…Πού στο διάολο είν’ αυτό το μέρος, η Λωζάν’; Ευρώπ’; Αμερ’κή; Όποιος έβγαλε αυτή τη Λωζάν’ να ζεματιστεί η ψυχή τ’, να βράσ’ μες στο καζάν’ της κόλασης!»

Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει για τη φυγή των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη σε Εμπιστευτική–Επείγουσα έκθεσή του προς την υπηρεσία του ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μανέτας, διοικητής της VII Μεραρχίας: «…παρέστημεν μάρτυρες, μια των τραγικωτέρων Εθνικών περιπετειών, ασυνήθων ως προς την έκτασιν εις τον πολυετή ιστορικόν βίον του Ελληνισμού. Είναι η αναστάτωσις και φυγή του Θρακικού Ελληνισμού, όστις ανάστατος εκ της αποφάσεως της συμβάσεως των Μουδανιών προς την φυγήν και μόνο ετράπη, διότι αύτη μόνο απέμεινεν εις αυτόν, μετά την νέαν τύχην των εστιών του. Πανικόβλητος ο Θρακικός Ελληνισμός κατέλειπε τα πάντα έρημα και γην πατρικήν με τους προγονικούς τάφους και κτήματα και περιουσίαν δια να σωθή πέραν του Έβρου, όπου μόνον η παρουσία του Ελληνικού Στρατού εξησφάλιζε την δυστυχισμένην ζωήν του. Εις την φυγήν δεν υστέρησαν ουδ’ αυτοί οι γέροντες ουδ’ αυτοί οι ανάπηροι και ασθενείς και τα παιδία, οίτινες αδυνατούντες να παρακολουθήσωσι τους οικείους αυτών εν τη συγχύσει και τω τρόμω της φυγής απεχωρίσθησαν και απεμονώθησαν των συγγενών αυτών...»

Ομοίως και στην έκθεση του συνταγματάρχη Γεωργίου Ζήρα, διοικητή της ΧΙ Μεραρχίας: «…Παντού είναι εζωγραφισμένη η κατήφεια και η θλίψις. Πάντες κλαίουσι δια την απροσδόκητον δυστυχίαν… Βαδίζουν ημέρας και νύκτας. Κοιμώνται εις το ύπαιθρον βρεχόμενοι και υπομένοντες πάσας τας κακουχίας του καιρού... Aπό τας κακουχίας ταύτας πολλοί ευρίσκουσιν τον θάνατον, τον οποίον πολλοί επικαλούνται, ίνα απαλλαγώσιν των δεινών...»

Τη γιαγιά Ελπινίκη πλήγωσε βαθιά το 1945 ο θάνατος από νάρκη του γιου της και θείου του συγγραφέα, Κωνσταντίνου, στον παραθαλάσσιο προσφυγικό οικισμό Νέα Ηράκλεια Χαλκιδικής, μια από τις διάσπαρτες σε όλη τη χώρα νάρκες, που έμειναν μετά τον πόλεμο και δεν είχε φροντίσει το κράτος να τις εντοπίσει και εξουδετερώσει! Γι’ αυτό και ο τίτλος του βιβλίου «Σταυροί στο ακροθαλάσσι», όπου συνέβη το κακό. « ̶ Ένα παλικαράκ’, Κωνσταντίνος ονόματι, κομματιάστ’κε… Πάει το κακορίζ’κο!» Προσπαθεί να μην αναφέρεται στο γεγονός αυτό, αλλά ο εγγονός της θέλει να μάθει. «…σκοτείνιασα, τσίριξα μια, ως που ν’ ακούστ’κα, θαρρείς και με ξερίζωναν την καρδιά μ’, πώς σφάζουν το γουρούν’, έτσ’ έκανα…». Της απαγόρευαν να μιλά πλέον γι’ αυτό, αλλά, όπως ομολογεί «…Ταράζετ’ η ξερολιθιά; Εκείν’ μη θυμηθούν, μη θλιφτούν, μη λαχταρίσουν, μην κακοκαρδιστούν! Εγώ πέτρωσ’ η καρδιά μ’ από τότε, τι εμένα βαράς, τι το μάρμαρο, το ίδιο κάν’!»

Λαϊκή γυναίκα και αγράμματη η γιαγιά του Θωμά Κοροβίνη – «δεν έβγαλα ούτε την τρίτ’ δημοτικού!» ομολογεί – αλλά γνώσεις πολλές είχε, κρίσεις εκφράζει για ιστορικά πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, όπως για τους Σταυροφόρους:
«…Οι Σαρακηνοί ήταν μουσουλμάν’ πολεμιστάδες, οι Σταυροφόροι τούς μάχονταν, λέει, για το ποιος ν’ αρχηγέψ’ στους Άγιους Τόπους! Δεν ήταν κι εκείν’ καλά κουμάσια, με το σταυρό στο χέρ’ για τα μάτια, αλλά χριστιανοί για μουσουλμάν’ δε λογάριαζαν, τους μακέλευαν για το συφέρο τ’ς!»

Αναφέρεται και στο πασίγνωστο άλογο του Μ. Αλεξάνδρου, το Βουκεφάλα:
«...Δεν τα καν’ όλα σωστά ο Πάνσοφος! Όλο και κάτι θα τον ξεφύγ’! Έπρεπε να ’φκιάν’ μόνε αγελάδες κι άλογα! Να, είδες, πάλι κολάστ’κα!

- Ε, δεν πάμε καλά!
- Μια χαρά πάμε! Η αγελάδα για να σε θρέφ’ χρόνον καιρό και τ’ άλογο για να σε παγαίν’ όπου λαχταράς!
- Σιγά μη σε πάει και στην Κίνα!
- Γιατί, μπρε! Τον Μεγαλέξαντρο πώς τον πήγε ως τα πέρατα! Και γέν’κε ο κύριος του ντουνιά! Θα πεις Βουκεφάλα τον έλεγαν αυτόν, είχε στα πέταλα φτερά!...»

Πλήθος λαογραφικά στοιχεία ανακαλύπτει ο αναγνώστης μέσα από τις ιστορίες της γιαγιάς, για έθιμα, για τη διασκέδαση στα λαϊκά πανηγύρια, για τη θέση και τη συμπεριφορά της γυναίκας («Ήμασταν χαμηλόθωρες, είχαμε γονιού φόβο, αντρού φόβο. Και τα στόματα του κόσμου πήγαιναν ροδάν’! Ματιά σε σερνικού πρόσωπο δεν ανεβάζαμε!...»).

Και κάθοδο στον Κάτω Κόσμο έχουμε στο βιβλίο («Κατέβ’κα στον άλλον κόσμο. Το μαύρο κόσμο»), που θυμίζει την αντίστοιχη «νέκυια», την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη (Οδύσσεια, ραψωδία λ). Σε όνειρο, που περιγράφει εκτενώς με λεπτομερείς διαλόγους η γιαγιά Ελπινίκη, πήγε να συναντήσει το χαμένο γιο της, μίλησε μαζί του, με το Χάροντα, με τον περατάρη και με τον Άγιο Πέτρο, που είναι επιφορτισμένος με «το βαρύ καθήκον, το ψυχοστάσ’» (ψυχοστάσι=η ψυχοστασία, το ζύγισμα της ψυχής πριν ή μετά το θάνατο, από την αρχαιοελληνική, αλλά και αιγυπτιακή παράδοση πέρασε και στη χριστιανική).

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στην τολμηρή γλώσσα της γιαγιάς, την ευστροφία, την κοφτερή της ματιά και τον εύκολο και καίριο σχολιασμό για πρόσωπα και το χαρακτηρισμό τους. Τα εκμεταλλεύεται αυτά ο εγγονός προκαλώντας κάποιες συζητήσεις, όπως όταν η γιαγιά νοιάζεται για την …αποκατάστασή του: «Εσύ καμιά σουλτάνα δε θα με φέρ’ς, να σε χαρώ;» Τότε ο Θωμάς αρχίζει να της προτείνει υποψήφιες «νύφες», για να διαπιστώσει τις αντιδράσεις της. Ο διάλογος απολαυστικός, ένα απόσπασμα:
«̶ Η Γλυκερία του Σερετάκη πώς σου φαίνεται; Που κάνουμε και παρέα;
̶ Δεν κάν’ για τα σένα η Γλύκα η χαμοπέρδικα. Είναι πολύ αχαμνή! Πορδοβούλωμα! Με σκαλωσιά θα σ’ ανεβεί; Θα πάει να σε φιλήσ’, θα σε φτάν’ στον αφαλό, θα πας να τη φιλήσεις, θα πρέπ’ να κάν’ς μετάνοιες!

̶ Η Λενιώ η γειτόνισσά μας;
̶ “Δίνει άχυρα του σκύλου, κόκκαλα του γομαριού”! Πού την πέτυχες; Δεν ταιριάζ’τε ντιπ! Εκείνο αγράμματο, εσύ σπουδαγμένος, τι μαρούλια θα βγάλ’τε;»
Κι αφού απέρριψε πολλές, για να την πειράξει, της λέει ο Θωμάς:
«̶ Πάμε στο ψητό! Η Γαριφαλίτσα;
̶ Σα δε ντρέπεσαι! Κεραυνός θα μας κάψ’! Είστε τριτοξάδερφα! Οι παππούδες σας πρώτα! Θα μολύν’τε το αίμα των παιδιών σας και θα βγουν ζαβά!»
Και, τέλος:
«̶ Εκείνη η Μπέμπα; Πώς σου φαίνεται;
̶ Κωλοπετσομέν’, νόστιμη, προκομμέν’, απ’ όλες η καλύτερη, έλα που βγήκε νωρίς στο κλαρί, ακούστηκε για, την περάσαν όλ’, κι από δω κι απ’ την πέρα χώρα, δεν κάν’ για τα μας!
̶ Ε, δεν τρώγεσαι! Άσε με, όπως είμαι, λεύτερος, να ’χω την υγειά μου!
̶ Εμ, “όποιος βρίσκει και φιλεί είν’ τρελός αν παντρευτεί”!»
Προοδευτική η θέση αυτή της γιαγιάς!...
***

Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, είναι συγγραφέας, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε οχτώ χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Το βιβλίο του «Σταυροί στο ακροθαλάσσι», 2024, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

Pin It