του Τομ Σούλμαν, σκηνοθεσία Κ. Ασπιώτης
Η ιστορία μας είναι γνωστή από την εποχή που είδαμε την ομώνυμη ταινία και συγκινηθήκαμε. Ο επαναστάτης καθηγητής που επιχειρεί να μυήσει τους μαθητές του στον αντικομφορμισμό με ακραίες παρενέργειες. Μια ιστορία ύμνος για την ποίηση της ίδιας της ζωής μέσα από την ομαλή ροή της στο εκπαιδευτικό σύστημα και τι γίνεται όταν επέρχεται η ανατροπή. Αρχικά, πριν επιχειρήσω θεατρική κριτική αξίζει να σταθούμε στο τι συμβολίζει ο Τζον Κίτινγκ.
Τον νεωτεριστή καθηγητή ή έναν επαναστάτη; Εδώ, πρέπει να θέσουμε ένα άλλο ερώτημα: έχουμε το δικαίωμα να παρεμβαίνουμε στην εσωτερική πορεία και εξέλιξη των μαθητών μας ως εκπαιδευτικοί, ιδίως εφήβων, και να επικαθορίζουμε την σχέση τους με τους γονείς τους, ειδικά σε περιόδους αναπότρεπτων-ενίοτε-εντάσεων μεταξύ τους; Η απάντηση φυσικά είναι αρνητική. Ένας εκπαιδευτικός δεν επεμβαίνει, μόνο από απόσταση συντελεί στην επιστημονική και στην παιδαγωγική ανάπτυξη των μαθητών.
Με αυτό ως υπόστρωμα, ας επιχειρήσουμε να κάνουμε μια κριτική της συγκεκριμένης παράστασης με πρωταγωνιστές τον Άκη Σακελλαρίου στον ρόλο του Κίτινγκ και τον Τάσο Χαλκιά στο ρόλο του Διευθυντή. Πρόκειται για μια εξαιρετική θεατρική απόδοση η οποία επιτυγχάνεται μέσα από την κάθε της ίνα. Ο σκηνοθέτης καλλιεργεί μια ψυχολογική ατμόσφαιρα ονείρου και τρόμου. Μιλάμε για νεκρούς ποιητές και επί σκηνής και ως υπόθεση θα δούμε έναν μαθητή να αυτοκτονεί, άρα γίνεται με τον πιο τραγικό και βίαιο τρόπο νεκρός ποιητής. Δυνατό στοιχείο της παράστασης είναι η επιβλητική-όχι υποβλητική-ατμόσφαιρα. Αυτό είναι το πιο δυνατό της χαρτί, κατά την γνώμη μου.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η δυνατή ερμηνεία και η βαθιά κατανόηση του ρόλου από κάθε ηθοποιό. Το ζήτημα όταν ερμηνεύεις είναι αν ο ρόλος σου, ο ήρωας που υποδύεσαι, σε πείθει εσένα τον ίδιο για αυτό που είναι και αυτό που εκπροσωπεί, τότε μόνο αν πειστείς ο ίδιος ως ηθοποιός, μπορείς να πείσεις και το κοινό σου. Η αναμέτρηση με αυτή την παράσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη γιατί το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι αποκλειστικά οι έφηβοι της κάθε ηλικίας και της κάθε εποχής. Όταν βλέπουμε τους μαθητές στην αυστηρή ακαδημία αρρένων του Γουέλτον να διχάζονται μεταξύ των όσων είχαν ήδη χτίσει και των όσων φέρει με την αλλαγή ο Κίτινγκ, τότε νιώθουμε τον αντίκτυπο που θα είχε αυτό στην εφηβεία μας. Ο Κίτινγκ έρχεται σαν ένας εισβολέας και γκρεμίζει σαν τραπουλόχαρτα τον κόσμο των παιδιών, μην ξεχνάμε ότι αυτός, καλώς ή κακώς, είναι ο κόσμος τους. Ο Σακελλαρίου με έπεισε με το υποκριτικό τους βάθος, εκεί συναντήθηκε με τον ρόλο του, όχι στην επιφάνεια.
Εξέπεμψε έναν υπόγειο τρόμο μπροστά στο άγνωστο που έφερε στους μαθητές. Κατανόησε βαθιά υποκριτικά ότι έπρεπε να παρασύρει τους μαθητές του στην ορμητική του κούρσα με την ιλιγγιώδη ταχύτητα, γεγονός που δικαιολογεί σε κάποια σημεία το υπερβολικό παίξιμό του. Συνεπώς, εμπέδωσε το βασικό χαρακτηριστικό του Κίτινγκ που ήταν συνάμα και το ολέθριο λάθος του, ότι δεν είχε όρια, ενώ ένας καθηγητής οφείλει να έχει όρια. Αυτό που μάς κάνει εντύπωση στην παράσταση για τους ηθοποιούς που υποδύονται τους μαθητές, ενώ ενσαρκώνουν εξαιρετικά τον ρόλο τους, είναι ότι σε ένα βαθύτερο φόντο λειτουργούν ως νευρόσπαστα, έξυπνη θεατρική πρωτοτυπία που δεν υπάρχει στην ταινία. Αναλυτικότερα: μάς πείθουν ότι είναι μαθητές μιας ορισμένης εποχής, που ονειρεύονται, απογοητεύονται, ερωτεύονται, παρασύρονται. Από την στιγμή, όμως, που καθηλώνονται στο άρμα του Κίτινγκ είναι σαν να μην υπάρχουν, σαν να είναι τόσο υπνωτισμένοι που έχουν παρεκτραπεί τελείως από την πορεία τους, το ζήτημα είναι θα καταφέρουν ποτέ να βγουν από τον λήθαργο ή θα επιζητούν πάντα τον Captain my captain, αυτό ίσως παραμένει μετέωρο με το τέλος της παράστασης.
Ο Χαλκιάς, τέλος, είναι άκρως συμπαθής ως Διευθυντής του αυστηρού κολεγίου γιατί εκπροσωπεί τις νόρμες επιχειρώντας να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ Κίτινγκ και μαθητών την στιγμή που βλέπει την θανάσιμη χιονοστιβάδα να έρχεται. Είναι μια παράσταση μεταμοντέρνα στην σύλληψή της, που θα σάς ταξιδέψει, θα σάς πικράνει και θα σάς συνεπάρει. Έχω την αίσθηση ότι στόχος των ηθοποιών και του σκηνοθέτη με την άρτια δουλειά τους δεν είναι να μάς καθηλώσουν όσο να μάς ταξιδέψουν στην σκοτεινή και φωτεινή πλευρά του ονείρου, στον φωταγωγημένο όσο και απόκοσμο χώρο της ποίησης, στην νεκρική όπως και εκκωφαντική πλευρά της λογοτεχνίας, πέτυχαν το στοίχημα.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός