Salὸ ή 120 μέρες στα Σόδομα

κριτικές προσεγγίσεις της τελευταίας ταινίας του Pier Paolo Pasolini.

 

Το τελευταίο φιλμ του Pier Paolo Pasolini αποτυπώνει την έντονη απόπειρα του σκηνοθέτη να αρθρώσει μέσω του σινεμά μια τραγική, φρικτή, καταγγελία του πόσο ανεπανόρθωτα η μοντέρνα κοινωνία της κατανάλωσης καθιερώνεται με καταστρεπτικούς όρους σε εθνική κουλτούρα και ταυτότητα. Πρόκειται για εκείνη την μορφή αυταρχικής, βίαιης, ρατσιστικής και καταπιεστικής εξουσίας για την οποία ο Pasolini έκανε λόγο σε δημόσιες συνεντεύξεις του από το 1972 έως το 1975. Ακριβώς τότε, αποφασίζει να μεταφέρει αυτήν την ακραία βιαιότητα μιας ενδεχόμενα φασιστικής ηγετικής δύναμης στον κινηματογράφο μέσα από μια μεγάλη μεταφορική αναπαράσταση, εκείνης του ιστορικού φασισμού της Δημοκρατίας του Salὸ, υπαινισσόμενος την εκ νέου αναζωπύρωση του φασισμού, αυτού που ο σκηνοθέτης διέβλεπε στην σύγχρονη κοινωνία της κατανάλωσης.

Έχοντας ως δεδομένο ότι το σεξ είχε γίνει αντικείμενο της υποτιθέμενης απελευθέρωσης σε σχέση με την ψεύτικη ανοχή από την πλευρά της εξουσίας, στον ίδιο τον δημιουργό δεν έμενε παρά να ξεπεράσει για μια ακόμη φορά το κοινό αίσθημα της ντροπής για το συγκεκριμένο ζήτημα, δείχνοντας ωμές ερωτικές σκηνές συνυφασμένες με την ακραία ναζιστική ιδεολογία. Ήταν ίσως ο μόνος τρόπος, ακραίος και απελπισμένος, ώστε να τραβήξει την προσοχή ενός πλήρως εξοικειωμένου κοινού με τις καινοτομίες που επέβαλε τότε ο συγκεχυμένος Kομμουνισμός της εποχής του στην Ιταλία. Ο ίδιος ο Pasolini, άλλωστε, σε συνεντεύξεις του έλεγε σχετικά ότι κάθε απόπειρα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού της κοινωνίας ματαιωνόταν από την σύγχρονη καταναλωτική μανία.

Αυτό είναι το ιδεολογικό πλαίσιο από το οποίο προέκυψε η συγκεκριμένη ταινία, την άνοιξη του 1975, αναπαριστώντας το «τέρας» του Salὸ. Η αρχική ιδέα ήταν του Sergio Citti που ήθελε να αντλήσει το σενάριο από το μυθιστόρημα του Μαρκήσιου De Sade, 120 μέρες στα Σόδομα (1782-1785). Σε σχέση με την υπόθεση του Citti, η πρωτοτυπία του Pasolini ήταν να τοποθετήσει χρονολογικά την πλοκή το 1944, σε μια έπαυλη της λίμνης Garda, κατά την περίοδο της ιταλικής κοινωνικής δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη χρονική ένταξη έδωσε την δυνατότητα στον δημιουργό να αντιπαραθέσει την περίοδο του ιστορικού φασισμού για την Ιταλία με τις υπόγειες μορφές φασισμού που διέκρινε στην σύγχρονή του εποχή, ήτοι στην μοντέρνα μαζοποιημένη κοινωνία. Η σεξουαλική κακοποίηση των θυμάτων από τους ισχυρούς που τούς είχαν απομονώσει στην συγκεκριμένη έπαυλη, μετατρέποντάς τους σε καρικατούρες, παραπέμπει στην συνεχή εκμετάλλευση κάθε ατόμου της Δύσης από την απρόσωπη ισχυρή εξουσία που ο Pasolini την εξίσωνε με την κοινωνία της έντονης εκβιομηχάνισης.

Στην ταινία παρουσιάζονται τέσσερις ισχυροί εκπρόσωποι της εξουσίας. Ο αριθμός τέσσερα, για την συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι τυχαίος διότι συνιστά στοιχείο δομής στην οποία αρθρώνονται τα αντίστοιχα τμήματα. Οι τέσσερις αυτοί φασίστες, ο Δούκας, ο Πρόεδρος, ο Δικαστής και ο Επίσκοπος, με την βοήθεια τεσσάρων μεσήλικων γυναικών, σε διάστημα 120 ημερών, θα διαπράξουν κάθε φρικαλεότητα και διαστροφή σε νεαρά αγόρια και κορίτσια. Η στάση τους εκφράζει ότι κάθε πράξη αντίστασης ή υπέρβασης των κανόνων τιμωρείται με θάνατο. Στο φιλμ εντοπίζεται διακειμενική σχέση με το πρώτο μέρος της δαντικής κωμωδίας στις υποδιαιρέσεις που αφορούν τον κύκλο της μανίας, τον κύκλο των κοπράνων και τον κύκλο του αίματος.

Όσο η ταινία προχωρά, οι εικόνες γίνονται όλο και περισσότερο ενοχλητικές για τον θεατή, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων ωμή βία, κοπρολαγνεία, νεκροφιλία και γενικότερα κάθε είδος αποκρουστικής διαστροφής. Ο επίλογος είναι άκρως μυστηριώδης. Μετά από όλον αυτόν τον τρόμο και την αηδία των προηγούμενων σκηνών, εμφανίζονται τελικά δύο νέα αγόρια, συνεργάτες των εξουσιαστών, που αναφέρονται σε έναν βηματισμό βαλς ευθυγραμμισμένο στις νότες ενός ελαφρού τραγουδιού. Η ερμηνεία είναι διφορούμενη: από την μια ο Pasolini ίσως υπονοεί ότι υπάρχει ακόμη η πιθανότητα κάποιας ελπίδας για διατήρηση της φυσιολογικής ζωής που να εξακολουθεί να αντιστέκεται στους μηχανισμούς καταστολής. Από την άλλη, ίσως, επιδιώκει να στηλιτεύσει με αυτόν τον συμβολισμό την επιπολαιότητα των δύο αυτών νέων που αντί να στραφούν ενάντια στην αυταρχική μορφή δύναμης, την εκμεταλλεύονται προς ατομικό τους όφελος. Στον αντίποδα, οι νέοι που υφίστανται όλα αυτά τα βασανιστήρια παραμένουν μέχρι το τέλος αδύναμοι, προορισμένοι για την ήττα.

Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, οι ηθοποιοί αρνήθηκαν να γυρίσουν ορισμένες σκηνές ακριβώς όπως τις ήθελε ο Pasolini ή να ξεστομίσουν κάποιες βρισιές. Ο βασικός, ωστόσο, στόχος του σκηνοθέτη ήταν να αποδοθεί αυτή καθαυτή η καρδιά της βίας με μία ψυχρότητα και μια εκφραστική διαύγεια, σχεδόν ψυχαναγκαστική. Το βίαιο σεξ στην ταινία, κατά μαρτυρία του ίδιου του δημιουργού, υποδήλωνε αναλογικά την βίαιη εξουσία. Η πρεμιέρα της ιστορικής αυτής ταινίας για τα δεδομένα του παγκόσμιου σινεμά έγινε στις 22 Νοεμβρίου του 1975 στο φεστιβάλ του Παρισιού, μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη.

Ο Pasolini υπήρξε πάντα αντικομφορμιστής διανοούμενος και δημιουργός. Οι έντονες αντιδράσεις του, τόσο μέσα από θεωρητικά κείμενά του όσο και από το εν γένει έργο του (ποιητικό, πεζογραφικό, θεατρικό, κινηματογραφικό) εναντίον κάθε μορφής ενός αλλοτριωμένου-για εκείνον-συστήματος, έφτασε στο αποκορύφωμα με την τελευταία του ταινία που μέχρι πρόσφατα σε πολλές χώρες ήταν απαγορευμένη λόγω περιεχομένου.

Πολλοί εικάζουν ότι αυτή προκάλεσε το αποκορύφωμα της εχθρικής στάσης εναντίον του σκηνοθέτη καταλήγοντας στην αυτοκτονία του. Αν η ταινία εξακολουθεί να θεωρείται για πολλούς μέχρι σήμερα στιγματισμένη, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αυτό οφείλεται στο ότι μεταφέρει το κοινωνικό στίγμα, που φαντάζει ανυπόφερτο από την στιγμή που αποδίδεται και καταγράφεται με τρόπο ωμά και τραγικά αυθεντικό. Η αλληγορία, όσο και αν απέχει από την πραγματικότητα, καθώς υπαινίσσεται μια εναλλακτική μορφή της, ωστόσο ανακλά την κοινωνικοπολιτική της διάσταση, γεγονός που καθιστά το συγκεκριμένο φιλμ προφητικό. Το ζήτημα είναι ότι μπορεί ο Pasolini να δολοφονήθηκε, γιατί πολλοί ήθελαν να σωπάσει, μα με το πέρασμα του χρόνου η τελευταία του, ιδίως, ταινία συνιστά όλο και πιο έντονη φωνή διαμαρτυρίας και αντίστασης για όλα τα δεινά που ταλανίζουν την ανθρωπότητα μέσα στην χοάνη του σύγχρονου αντιφατικού κόσμου, που εξακολουθεί να οδηγεί τους πολίτες σε σχιζοειδείς καταστάσεις και σε έντονα κοινωνικά αδιέξοδα.

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης-κριτικός κινηματογράφου.

Pin It