Ο Κώστας, ένας νεαρός σεκιουριτάς σε δημόσιο νοσοκομείο, μετά τον ξαφνικό θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, αναγκάζεται να γίνει κηδεμόνας της ανιψιάς του, ενώ ταυτόχρονα πνίγεται από τα χρέη του σπιτιού της οικογένειάς τους. Απελπισμένος, δέχεται την πρόταση ενός τραυματιοφορέα, ο οποίος του προσφέρει βοήθεια. Η βοήθεια αυτή όμως, έρχεται με ένα τίμημα.
Το WISHBONE (2024), σε σκηνοθεσία Πέννυς Παναγιωτοπούλου και σενάριο της Κάλλιας Παπαδάκη, είναι ένα σκληρό κοινωνικό δράμα που διαδραματίζεται στη Νέα Πέραμο, ένα κάποτε ανθηρό, αλλά υποβαθμισμένο προάστιο, και στις γειτονιές του Πειραιά. Η ταινία ακολουθεί τον Κώστα, 28 χρονών (τον υποδύεται ο Γιάννης Καράμπαμπας), ο οποίος εργάζεται εδώ και μερικούς μήνες ως φύλακας σε δημόσιο νοσοκομείο. Τα χρήματα δεν είναι σπουδαία, ζει ακόμα στο σπίτι της μητέρας του, στο παιδικό του δωμάτιο με τις εφηβικές αφίσες στον τοίχο. Βγαίνει με τη Στέλλα που σπουδάζει λογιστική και κάνουν έρωτα στο μίζερο δωμάτιο της φοιτητικής εστίας της. Ονειρεύεται μια γρήγορη μοτοσικλέτα. Έτσι και αλλιώς τα χρήματα δεν φτάνουν ούτε για αυτό. Όμως νοιώθει πως η ζωή τους ανήκει, γιατί είναι νέοι.
Μέχρι που ο μεγαλύτερος αδελφός του καταρρέει ξαφνικά μπροστά στα μάτια του. Τώρα έχει να φροντίσει την εξάχρονη ανιψιά του τη μικρή Νίκη, αλλά και να βρει χρήματα για να σώσει το σπίτι τους από τα χρέη. Ζητάει βοήθεια από την κουνιάδα του, αλλά εκείνη παλεύει με την κατάθλιψη εδώ και χρόνια και έχει αποξενωθεί και από αυτούς και από το παιδί. Ψάχνει απεγνωσμένα για μετρητά έστω και λίγα, και δεν μπορεί να τα βρει πουθενά.
Μια ακτίνα φωτός διαπερνά το κατάμαυρο σκοτάδι. Ο Νώντας, 50χρονος συνάδελφος του και τραυματιοφορέας, θέλει να τον καλωσορίσει στη δική του οικογένεια, ένα νοσοκομειακό κύκλωμα που στήνει υποθέσεις ιατρικής αμέλειας. Το τίμημα, όμως, θα είναι μεγάλο.
Ο Γιάννης Καράμπαμπας στον πρώτο του ρόλο στον κινηματογράφο ερμηνεύει με δύναμη και ακρίβεια και αποτυπώνει με αξιοπρέπεια και βάθος, την εσωτερική σύγκρουση του ήρωά του, που η ανάγκη τον εξωθεί να αποφασίσει ενάντια στον τρυφερό και ιδεαλιστικό του χαρακτήρα, να συνδιαλλαγεί με ένα κόσμο ωμό και βαθύτατα κυνικό.
Η ταινία απεικονίζει το ταξίδι του, με ρεαλισμό, αναδεικνύοντας τη σκληρή κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι σήμερα, μεταξύ αυτών και οι νέοι, των περιορισμένων ευκαιριών, όχι μόνο πια της εργατικής, αλλά και της μεσαίας τάξης.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Galway film Fleadh (World Competition), είχε επίσημες συμμετοχές στα φεστιβάλ 34.FFC (festival of east European Cinema-Cottbus), Arras film festival (European Discovery), Festival del Cinema Europeo (Golden Olive Tree competition), Thessaloniki International film Festival, Sofia international Film Festival (Balkan Film Competition), D’A-Festival de cinema de Barcelona και άλλα.
Απέσπασε τα βραβεία κοινού και πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού στο Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και το Βραβείο καλύτερης φωτογραφίας στο Festival del cinema Europeo (Golden olive tree competition).
Το σενάριο είναι της Κάλλιας Παπαδάκη (η Πέννυ Παναγιωτοπούλου συνυπογράφει), η ιστορία βασίζεται στο διήγημά της «Σαράντα Μέρες», από το βιβλίο «Ο Ηχος του Ακάλυπτου». Τη Διεύθυνση Φωτογραφίας ανέλαβε ο Δημήτρης Κατσαΐτης, την σύνθεση της Πρωτότυπης Μουσικής ο Νικόλας Αναδολής, το Μοντάζ ο Πίτερ Μάρκοβιτς, τον Ήχο ο Κωνσταντίνος Κίττου και το Sound Design ο Μπρούνο Τεριέρ κι ο Γιώργος Μικρογιαννάκης.
Πρωταγωνιστούν οι: Γιάννης Καράμπαμπας, Κωνσταντίντος Αβαρικιώτης, Ελενα Μαυρίδου, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Γαρουφαλίνα Κοντόζου, Ευθαλία Παπακώστα, Μυρτώ Αλικάκη, Νικόλας Παπαγιάννης, Μαρία Κατσανδρή, Αντρέας Νάτσιος. Είναι μία συμπαραγωγή των P.P. Productions, Manny Films, Pallas Film, Felony Films, και της ΕΡΤ, με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, ΕΚΟΜΕ, Eurimages, CNC, Region île de France, Υφυπουργείου Πολιτισμού της Κύπρου, και τoυ Creative Europe Media Desk.
20 Μαρτίου στους κινηματογράφους
από τη Rosebud.21
Δείτε το τρέιλερ:
Σκηνοθεσία: Πέννυ Παναγιωτοπούλου
Σενάριο: Κάλλια Παπαδάκη, Πέννυ Παναγιωτοπούλου
Ηθοποιοί: Γιάννης Καράμπαμπας, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Αλεξάνδρα Σακελλαρόπουλου, Γαρουφαλίνα Κοντόζου, Έλενα Μαυρίδου, Ευθαλία Παπακώστα, Μυρτώ Αλικάκη, Νικόλας Παπαγιάννης, Αντρέας Νάτσιος, Μαρία Κατσανδρή
Διάρκεια: 123 λεπτά
Διανομή: Rosebud .21
WISHBONE
Μία Συνέντευξη με την Πέννυ Παναγιωτοπούλου στην Sandrine Marques.
- Ποιο είναι το σημείο εκκίνησης της ιστορίας σας;
Στην ιστορία μας, ένας νέος άνθρωπος, ο Κώστας, χωρίς προνόμια ξεκινάει αθώα το ταξίδι του στη ζωή, αλλά ο απότομος και ακατανόητος θάνατος του αδελφού του μαζί με τις λάθος επιλογές του τον μπλέκουν σε ένα περιβάλλον που είναι εντελώς αντίθετο με τη φύση του.
Πάντα φοβόμουν εκείνη την ξαφνική στιγμή που διακόπτει τον κύκλο της ζωής. Μπορεί να συμβεί σε όλους μας και να αλλάξει για τα καλά την αντίληψη που έχει κανείς μέχρι τότε για τα πράγματα. Το Wishbone όμως σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες μου δεν είναι μόνο μία ταινία για την απώλεια, κοιταγμένη κυρίως από την υπαρξιακή της πλευρά. Σε αυτή την ταινία νοιάζομαι περισσότερο για τους ανθρώπους που δεν έχουν καμία ελπίδα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κοινωνία μας προωθώντας το άδικο, αξιακό της σύστημα. Είναι η πλειοψηφία. Άνθρωποι που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, δεν θα μπορέσουν ποτέ, όσο σκληρά και αν προσπαθήσουν. Καθημερινοί ήρωες, τραγικές φιγούρες, με μικρά όνειρα και μεγάλες αποτυχίες. Στα μάτια μου, ο Κώστας είναι ένας τέτοιος «αόρατος» ήρωας.
- Ο θάνατος του αδελφού, αν και είναι σημαντικός στην ροή της ιστορίας συμπυκνώνεται σχεδόν σε μια σκηνή.
Δεν νομίζω ότι είναι πραγματικά συμπυκνωμένος, θα προτιμούσα να πιστέψω ότι είναι διασκορπισμένος σε όλη την ταινία σε σκηνές που σχετίζονται έμμεσα με αυτόν. Ήταν πιο ενδιαφέρον και συγκινητικό να απεικονιστεί ο θάνατος του αδελφού όχι μόνο μέσα από τη σχεδόν σιωπηλή αντίδραση του πένθους της οικογένειας, αλλά μέσα από τα μάτια κάποιου άγνωστου σε αυτόν, σε εμάς. Αντί να δείχνει και να επιμένει στο θάνατο του ίδιου του αδελφού του, λίγο πριν, υπάρχει μια εκτεταμένη σκηνή όπου ο Κώστας είναι παρών στο θάνατο μιας άγνωστης γυναίκας. Προσπαθεί να παρηγορήσει τον σύζυγό της μιλώντας του, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει στον εαυτό του. Στη συνέχεια, κοιτάζει το άδειο κρεβάτι του νοσοκομείου, τα λίγα υπάρχοντά της, ό,τι έχει απομείνει από εκείνη. Και συγκινείται βαθιά από αυτή τη μικρή πλαστική σακούλα που είναι το μόνο πράγμα που έχει απομείνει από αυτό που κάποτε ήταν μια γεμάτη ύπαρξη. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι πιο δυνατό έτσι, γιατί ό,τι κι αν συμβαίνει, η εμπειρία της απώλειας είναι καθολική, συνδέει τους ανθρώπους.
- Παρουσιάζετε τη θλίψη από την οπτική γωνία ενός παιδιού. Πώς επιλέξατε τη νεαρή ηθοποιό σας, η οποία προσδίδει πραγματική συναισθηματική δύναμη στην αφήγηση;
Πιστεύω ότι με τα παιδιά το πιο σημαντικό είναι να επιλέξεις εκείνο με το οποίο πιστεύεις ότι έχεις συναισθηματική εγγύτητα. Όταν έκανα το κάστινγκ για τον Κώστα, τον ανδρικό χαρακτήρα, ήθελα να δω πώς συνδέεται με τα παιδιά, αλλά επειδή δεν είχαμε ψάξει ακόμα για τον ρόλο της Νίκης, είδαμε ένα κορίτσι που είχε έρθει για ένα άλλο κάστινγκ με τον πατέρα της και έτυχε να περνάει από την αίθουσα που βρισκόμασταν. Σκεφτήκαμε να κάνουμε μια δοκιμή, να μας βοηθήσει να προσομοιώσουμε μια πραγματική σκηνή. Ήταν πολύ καλή. Ήταν δειλή αλλά πολύ έξυπνη και ευαίσθητη και ένιωσα ότι υπήρχε χημεία με τον Κώστα. Όταν είπα στη διευθύντρια κάστινγκ ότι δεν ήθελα πια να κάνω πλήρες καστ για το παιδί, με έπεισε να μην το κάνω. Ίσως ήταν πολύ μικρή για έναν τόσο απαιτητικό ρόλο. Έτσι ψάχναμε και ψάχναμε, για πολλούς μήνες, χωρίς αποτέλεσμα. Ώσπου ένα πρωί, ήρθε ένα κορίτσι με τη μητέρα της και είπα δυνατά, αυτή είναι η κατάλληλη, μπορεί να παίξει το ρόλο. Μαντέψτε! Αποδείχτηκε ότι ήταν το ίδιο κορίτσι, αλλά με λίγο διαφορετική εμφάνιση- με μακρύτερα μαλλιά και χωρίς τα μπροστινά δόντια! Καλύτερη δηλαδή.
- Πως διαλέξατε τον πρωταγωνιστή
Κάποτε είδα τον Γιάννη να απαγγέλλει ποιήματα του Καβάφη και ήξερα ότι κάποια στιγμή στη ζωή μου θα συνεργαζόμουν μαζί του. Υπάρχουν κάποια ίχνη από περασμένες εποχές στην εμφάνισή του, και ήξερα ότι ήθελα η ιστορία μου να είναι ταυτόχρονα σύγχρονη και διαχρονική. Η ομορφιά του δεν είναι επιθετική αλλά ταπεινή, εύθραυστη και συγκρατημένη. Έπρεπε να βρούμε τρόπους να εκφράσουμε την επώδυνη διαδρομή του, χωρίς να την καταδείξουμε ως προσπάθεια, αλλά ως κάτι εντελώς φυσικό που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Η ζωή του Κώστα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, αλλά ταυτόχρονα μεγαλώνει, ωριμάζει. Και από εδώ μπορεί να πηγάζει η ελπίδα - το φως. Για τον Γιάννη, αυτή ήταν η πρώτη ταινία στην οποία συμμετείχε, αλλά νομίζω ότι από τότε ζει μέσα στην ιστορία.
- Μπορείτε να μιλήσετε για τον χαρακτήρα της μητέρας, η οποία έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τραγικής ηρωίδας, με τον καταπιεσμένο θυμό της γεμάτο αξιοπρέπεια;
Δεν ήθελα να είναι το στερεότυπο της γυναίκας που χάνει τον γιο της. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες έχουν ελαττώματα και είναι πάντα καλύτερο να μην τα καλύπτουμε. Η μητέρα είναι πράγματι μια τραγική φιγούρα. Δεν μπορεί να αντιδράσει, δεν μπορεί να συγχωρέσει τη Χρύσα, ενώ ταυτόχρονα είναι ανίκανη να φροντίσει τη Νίκη. Είναι πολύ μεγάλη για κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να το κάνει για τρίτη φορά. Είναι άκαμπτη, αυτό ξέρει σε όλη της τη ζωή. Έτσι υποφέρει στη σκιά. Στη συνέχεια, καθώς η ταινία εξελίσσεται, άλλα πράγματα αρχίζουν να έχουν σημασία, όμως η θλίψη της παραμένει ανέπαφη. - Ο Κώστας πρέπει να αντιμετωπίσει ένα ηθικό δίλημμα για να σώσει το σπίτι της οικογένειας. Τι σας ενδιέφερε στη διαφθορά ενός ιδεαλιστή;
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι δεν ξέρω αν πρόκειται πραγματικά για διαφθορά. Η πράξη του ναι μεν, αλλά ο ίδιος ίσως να μην είναι, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ο χαρακτήρας του δεν ορίζεται μόνο από αυτή τη μαρτυρία. Μόνο από αυτή του την πράξη. Και αυτό γιατί βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. Είναι ανθρώπινο να υποκύψει. Η ανάγκη είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση- μια αδυναμία που μας κάνει να προχωράμε. Αφού δεν έχει άλλη εναλλακτική λύση, ο Κώστας δέχεται από απλή ανάγκη και έτσι ανοίγει ένα παράθυρο στην αποτυχία και την υποταγή του.
- Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης παρουσιάζει τις αποτυχίες του στην ταινία. Θέλατε να καταγράψετε αυτή την πραγματικότητα; Είχατε τη δυνατότητα να κάνετε γυρίσματα σε ένα πραγματικό νοσοκομείο;
Το δημόσιο σύστημα υγείας υποβαθμίζεται συνεχώς και συστηματικά. Παρά την ποιότητα του ιατρικού προσωπικού, λόγω των χαμηλών μισθών του αναγκάζεται να φύγει για τον ιδιωτικό τομέα ή ακόμα και για το εξωτερικό. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πολιτική αντικατάστασής τους, οι λίγοι εναπομείναντες ιδεαλιστές αναγκάζονται να εργάζονται πολλές ώρες. Αν αφήσεις τα πράγματα να σαπίσουν και να υποβαθμιστούν τότε η διαφθορά εύκολα παραμονεύει και εξαπλώνεται. Λόγω της πανδημίας και διαφόρων δυσκολιών, χρησιμοποιήσαμε τρία νοσοκομεία. Το ένα ήταν ένα παλιό εγκαταλελειμμένο νοσοκομείο έξω από την Αθήνα στη Χαλκίδα, που έπρεπε να μετατρέψουμε σε πραγματικό και το άλλα ήταν το ΚΑΤ και το Σωτηρία. - Η μητέρα της Νίκης αγωνίζεται να εκπληρώσει το ρόλο της ως μητέρα. Γιατί θέλατε να παρουσιάσετε αυτόν τον χαρακτήρα, που είναι ταυτόχρονα στοργικός και ελαττωματικός;
Η μητέρα βασίζεται σε μια στενή μου φίλη που δεν μπορούσε να αποδεχτεί το νεογέννητο παιδί της και βίωσε μια τρομερή κατάθλιψη, και μόνο μετά από μια τρομερή ψυχική πάλη προσπάθησε και τελικά κατάφερε να αποδεχτεί τη μητρότητα. Αυτό που ήθελα να μεταδώσω είναι ότι οι γυναίκες και η μητρότητα είναι ένα πολύπλοκο θέμα, ένα ταμπού στην πραγματικότητα, δεν είναι πάντα εύκολο να αποδεχτούμε το ρόλο μας ως μητέρες από τη μια στιγμή στην άλλη. Μπορεί να έχεις δυσκολίες, ακόμα και να απορρίψεις το παιδί, με τον ίδιο τρόπο που ένας άνδρας δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την πατρότητα. Και δεν χρειάζεται απαραίτητα να είσαι ψυχικά άρρωστη για να νιώσεις έτσι. Ο μύθος της μητρότητας είναι λίγο ανδρική κατασκευή, γι' αυτό και λίγοι άνδρες καταλαβαίνουν τι σημαίνει να μην μπορείς να είσαι με το παιδί σου.
- Η παρουσία των γατιών δεν είναι τυχαία. Τι λέει για την οικογένεια;
Μας δίνει το μέτρο του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος! Είναι μια μεταφορά για την οικογενειακή τους ζωή- να δίνουν, να ταΐζουν, να προστατεύουν, να ζητούν, να κλαίνε και να παίζουν. Στην αρχή της ιστορίας βρίσκονται έξω από το σπίτι και δεν τους επιτρέπεται να μπουν μέσα. Προς το τέλος έχουν την ίδια μοίρα με τη μικρή Νίκη- μόνο ένα έμεινε, η οικογένεια χάνει, αλλά αυτό που έμεινε βρίσκει τελικά σπίτι.
• Ομοίως, η άρρωστη πορτοκαλιά ξαναβρίσκει τη λάμψη της στις τελευταίες στιγμές της ταινίας. Τι συμβολίζει;
Στο τέλος της ταινίας ο Κώστας επαναφέρει τη ζωή στην πορτοκαλιά πραγματοποιώντας το όνειρο του αδελφού του. Οι ρίζες τους ήταν ισχυρές. Το δέντρο άνθισε εκτός εποχής. Για μια φορά. Και κάτω από αυτό το δέντρο σε πλήρη ευτυχία, με την παρουσία του, γίνεται η οικογενειακή επανένωση, η τελευταία σκηνή της ταινίας.
- Γιατί επιλέξατε να ξεκινήσετε την ταινία σας με τη σκηνή του Κώστα πάνω σε μια μοτοσικλέτα; Μήπως συμπίπτει με τις τελευταίες ανέμελες στιγμές του πριν φορτωθεί με βαριές ευθύνες;
Η εναρκτήρια σκηνή είναι η μόνη φορά που τον βλέπουμε ανέμελο, σχεδόν ευτυχισμένο, να μην κάνει τίποτα, να αράζει, να προσπαθεί να ανήκει, να είναι σαν τους φίλους του. Αλλά δεν είναι. Περνάμε στην επόμενη σκηνή και βρισκόμαστε αμέσως σε έναν άλλο κόσμο- ακόμα δεν είναι δικός του, αλλά θα γίνει σύντομα. Το συναισθηματικό του ταξίδι ξεκινάει. Καθώς όμως η ταινία κλιμακώνεται προς το τέλος, τον βλέπουμε πάλι ευτυχισμένο, με έναν διαφορετικό τρόπο, έναν βαθύτερο τρόπο, να προσφέρει ζεστασιά και ασφάλεια στη μικρή του ανιψιά, να προσπαθεί να εκπληρώσει την επιθυμία της κάνοντάς την ευτυχισμένη, φέρνοντάς την κοντά στη μητέρα της. Ή όταν τον βλέπουμε να θαυμάζει τη χαρά της με τα φρεσκοκαθαρισμένα παπούτσια της, «επαναφέροντας» για λίγο τον πατέρα της. Το βλέμμα του δείχνει συμπόνια και σύντομα καταλαβαίνεις ότι έχει γίνει πλέον ένας διαφορετικός άνθρωπος. - Η Νίκη ισχυρίζεται ότι είδε τον αποθανόντα πατέρα της να πετάει σαν πεταλούδα μέσα στο σπίτι. Στα τελευταία πλάνα της ταινίας, φαίνεται σαν ο Κώστας να αιωρείται στον αέρα μετά τη βίαιη επίθεσή του. Αυτό είναι το νόημα αυτής της κίνησης της κάμερας; Πώς χορογραφήσατε αυτό το όμορφο τελικό πλάνο;
Είναι πράγματι έτσι, αλλά δεν ήταν προσχεδιασμένο. Συνέβη τη στιγμή που είδα αυτό το εγκαταλελειμμένο σπίτι και παρατήρησα ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που συνδέει το εσωτερικό και το εξωτερικό μέρος. Τότε ένιωσα συγκινημένη, σχεδόν είδα την ψυχή του Κώστα να κινείται πάνω από το πεσμένο σώμα μέσα στο σπίτι και πάλι έξω από αυτό. Στη συνέχεια, δουλέψαμε με τον μουσικό μου πάνω στο βασικό μουσικό θέμα προσθέτοντας τρεις μελόντικες, πνευστά όργανα τα οποία παίζονταν με πάθος αλλά διακεκομμένα. Δουλέψαμε επίσης με τον άνεμο μέσα στο σπίτι, ο οποίος δεν μπορεί να υπάρχει, για να δώσει αυτή τη γαλήνη, τη μυστικιστική ατμόσφαιρα, εισάγοντας μια μεταφυσική αίσθηση στην αφήγηση που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν καθαρά ρεαλιστική.
- Μπορείτε να σχολιάσετε την τελευταία σκηνή της ταινίας; Είναι φανταστική; Πώς επεξεργαστήκατε τον φωτισμό για να την κάνετε ακόμη πιο εξωπραγματική;
Αυτή είναι η τελευταία εικόνα που πήρε μαζί του ενώ πέθαινε. Είναι το όνειρό του που πραγματοποιείται. Πόσο εύκολο θα ήταν για όλους τους να έχουν μερίδιο στην ευτυχία. Μια απλή ζωή. Το κακό και η ασχήμια τον νίκησαν. Ωστόσο, κατάφερε να σώσει την ψυχή του- τη ζωή μέσα του. Κανείς δεν μπορεί να του στερήσει αυτή την τελική εικόνα αυτού που μπόρεσε να αγαπήσει. Και το φως λειτουργεί συμπληρωματικά σε αυτή την εξωπραγματική εικόνα, με έναν μεταφυσικό τρόπο, όντας η κόλλα, ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ ουρανού και γης. Καθαρό και διαπεραστικό φως. Τα κάναμε όλα αυτά κατά τη διάρκεια της λήψης, όχι στο post, θέλαμε να είναι αναπόσπαστο μέρος της λήψης και όχι ένα εφέ λευκής θολούρας. Η σκηνή γυρίστηκε στο απογευματινό φως του ήλιου, σε contre-lumière και τα πρόσωπα κολυμπούσαν σε αυτό το φως. Όταν είδα τη σκηνή του τέλους σκέφτηκα ότι αυτό που πραγματικά λέει είναι ότι στο τέλος τίποτα δεν μπορεί να χαθεί- ακόμη και ο θάνατος είναι φτιαγμένος από ζωή. - Μια μικρή συμπληρωματική σημείωση.
Πιστεύω ότι το καλό συνυπάρχει με το κακό και ότι και τα δύο είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Αλλά όταν κάνεις μια ταινία, όταν δημιουργείς κάτι, γιατί να δημιουργήσεις έναν κακό κόσμο; Είναι σαν να μεταδίδεις κακές ειδήσεις. Το δείχνεις φυσικά, αναπαριστάς τη βία, ως καλλιτέχνης πρέπει να είσαι αιχμηρός. Αλλά η πραγματική αισιοδοξία δεν προέρχεται από την έκβαση μιας συγκεκριμένης ιστορίας, αλλά μέσα από την ανύψωση της ανθρώπινης φύσης. Αυτό είναι το αληθινό ευτυχές τέλος. Και εγώ, ακόμα και στις δύσκολες ιστορίες, αυτές που κάποιοι ορίζουν ως ψυχοφθόρες για να μειώσουν την αξία τους, θέλω να βλέπω φως. Και το φως είναι το μεγαλείο της ύπαρξής μας.