Η Δασκάλα του πιάνου, του Μίκαελ Χάνεκε

Η απελευθέρωση της απωθημένης σεξουαλικότητας. Εκδοχές ερμηνευτικής προσέγγισης.

 

Στην συγκεκριμένη ταινία, βασική θεματική είναι το έντονο υπαρξιακό δράμα μιας μοναχικής γυναίκας που δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τις οδυνηρές παρενέργειες του ανδροκρατούμενου μηχανισμού στην ψυχοσύνθεσή της. Είναι σαράντα ετών, ζει ακόμη με την μητέρα της με την οποία κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, δεν έχει μάθει ποτέ να αγαπά, κρύβεται πίσω από το σιδερένιο προσωπείο της απολυταρχικής-ανέκφραστης δασκάλας ενός ωδείου της Βιέννης.

Πίσω από τον παγερό μηχανισμό αναζωπύρωσης αρχετυπικών πατριαρχικών δομών, η Έρικα αποζητά την εσωτερική αποδέσμευση με ακραίες σεξουαλικές επιλογές νευρωτικών εξτρεμισμών. Βλέπει πορνό ταινίες, παρακολουθεί ως αρρωστημένος ηδονοβλεψίας παράνομα ζευγαράκια να κάνουν έρωτα στα κρυφά, ηδονίζεται με το να αυτοταπεινώνεται και να εξευτελίζει τον εαυτό της, φτάνοντας στο σημείο του αυτοτραυματισμού.

Ηδονή, πόνος, ευτελισμός της ύπαρξης γίνονται συνώνυμα της σεξουαλικής πράξης καταργώντας κάθε ίχνος συναισθήματος. Για εκείνη το σεξ είναι το μόνο εργαλείο καταπολέμησης μιας ενοχοποιημένης σεξουαλικότητας που εγκλωβίζεται στα γρανάζια της αστικής συντηρητικής τάξης. Η μουσική του πιάνου δεν σηματοδοτεί την λείανση των ενστίκτων αλλά την έσω αποδιοργάνωση. Η κατάσταση γίνεται όλο και περισσότερο νοσηρή, αποπνικτική, αφόρητη για την Έρικα μέχρι την στιγμή που έρχεται στην ζωή της ο νεαρός μαθητής της Βάλτερ.

Ασκεί πάνω της όλη του την γοητεία ως αντανάκλαση του ερωτισμού που εκπέμπει σε εκείνον η δωρική πνευματικότητα της δασκάλας του. Είναι μια πρόκληση κατάκτησης ενός απόρθητου γυναικείου φρουρίου. Στο νεανικό του, ανεπιτήδευτο, σύμπαν, η Έρικα αποτυπώνει την ελλείπουσα ιδεατότητα της γυναικείας εναρμόνισης, εμποτισμένης με την κουλτούρα ενός στιβαρού κόσμου που μέσω της μουσικής αποζητά την σταθερότητα. Γρήγορα, ωστόσο, θα αρχίσει να ανακαλύπτει τον διαστροφικό κόσμο της δασκάλας του πιάνου η οποία όλο και περισσότερο αιχμαλωτίζεται στις σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις της, έρμαιο πια του παρανοϊκού κόσμου των ερωτικών καταπιέσεων και των απαγορευμένων επιθυμιών.

Ο νεαρός μαθητής γρήγορα θα εγκαταλείψει αυτό το απαγορευμένο παιχνίδι ποδηγέτησης και ερωτικής καταδυνάστευσης. Ίσως κατά βάθος, εμπέδωσε γρήγορα ότι το οχυρό δεν ανταποκρινόταν στα δικά του δεδομένα στρέφοντας αλλού την αρρενωπή του σεξουαλικότητα. Η Έρικα χάνει για πάντα τον έρωτα στο πρόσωπο του παθιασμένου νεαρού, ακριβώς τη στιγμή που γνώρισε και κατάλαβε τι θα πει αγάπη. Το μαχαίρι κοντά στην καρδιά στο τέλος της ταινίας υποδηλώνει τον θάνατο των συναισθημάτων στον σύγχρονο αυτοματοποιημένο κόσμο στον βωμό μιας εγκεφαλικής λογικής. Η Έρικα θα μείνει για πάντα έρμαιο στην μοναξιά της, που όμως πλέον θα είναι περισσότερο ανυπόφερτη για κείνη, γιατί έμαθε, επιτέλους, να μην νιώθει μόνη.

Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το μεγαλύτερό της προτέρημα είναι η έλλειψη επιτήδευσης στην αναπαράσταση δύο διαμετρικά αντίθετων κόσμου, τον φωτεινό του σύγχρονου πολιτισμού και τον άλλο, τον απαγορευμένο, τον σιωπηλό των αρχέγονων ενστίκτων. Οι ισορροπίες ανατροπής στον σύγχρονο αποπροσωποιημένο κόσμο της τεχνολογικής έξαρσης και του υλιστικού ευδαιμονισμού είναι πολλές. Τα όρια μπορούν ανά πάσα στιγμή να ξεπεραστούν όταν ο άνθρωπος βιώνει τον κόσμο ως αυταπάτη ύπαρξης, ζώντας σε παρωπίδες, πνευματικά ναρκοθετημένος, έρμαιο των ενοχικών σεξουαλικών συνδρόμων απώθησης.

Η υποκριτική ηθική σηματοδοτεί την ανάγκη αναθεώρησης των βαθύτερων αμυντικών μηχανισμών για μια υγιή ανάκτηση όλων των επιθυμητών αξιών και των χαμένων ιδανικών. Στην σύγχρονη κοινωνία αυτό που άλλοτε ήταν δεδομένο, πλέον είναι πολύπλοκο, επιφέροντας μέγιστες ανατροπές στη μουντή καθημερινότητα. Το ζητούμενο είναι η αγάπη, το δύσκολο είναι ο τρόπος διεκδίκησης και κατάκτησής της. Ίσως η αυθεντικότητα είναι η απάντηση στον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ατενίσει κανείς τον κόσμο όσο και τις εσώτερες αναπαραστάσεις.

Ο διάλογος με τον εαυτό οδηγεί στην κάθαρση, κάτι που θα ήταν πολύ πιο εύκολο για την Έρικα αν χρόνια νωρίτερα επιζητούσε τον αυτοπροσδιορισμό της με την διαμόρφωση της προσωπικής της κοινωνικής, όσο και ερωτικής, ταυτότητας. Τότε, θα ήταν πραγματικά μια δασκάλα του πιάνου, γένους θηλυκού, όχι χειραγωγούμενο νευρόσπαστο στα χέρια των άλλων, όπως μάταια πάσχιζε να γίνει για να εξαγνιστεί από τις ψυχικές της συγκρούσεις.

Η μουσική, όπως αναφέρεται υπαινικτικά στην ταινία, κρύβει μέσα της έντονο φως αλλά και πολύ σκοτάδι. Η μοναδική Ιπέρ ως Έρικα επέλεξε τις ερεβώδεις όψεις έκφρασής της. Από την άλλη, στην ατομική βούληση του εκάστοτε θεατή, μόλις αναμετρηθεί με την ίδια του την ύπαρξη, βλέποντας αυτή την σκληρή αλλά και υπέροχη μαζί ταινία, συνίσταται το αν θα προτιμήσει να ενσωματωθεί στο φωτεινό ή ζοφερό οντολογικό είναι-σκιά του αληθινού εαυτού. Η τραγική Έρικα, σαν μια άλλη Δεσποινίς Μαργαρίτα του Ατάιντε, έχει πολλές αλήθειες να μάς διδάξει….

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός κινηματογράφου.