του Γιώργου Παυλίδη. H Ντροπή θα μπορούσε να είναι το κρυφό αριστούργημα του Μπέργκμαν. Γυρίστηκε την ίδια χρονιά με την ταινία "Η ώρα του λύκου" -The hour of the wolf- το 1968, και αμέσως μετά από μια σειρά κορυφαίων ταινιών του Σουηδού σκηνοθέτη, όπως την Τριλογία της Σιωπής (Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (1961), Χειμερινό Φως (1962), Η Σιωπή (1963) ), και την Περσονα (1966), ολοκληρώνοντας έτσι μια εκπληκτική δεκαετία δημιουργίας για τον ίδιο.
Ο Μπέργκμαν είχε κατηγορηθεί για την ολοκληρωτική απουσία κάθε είδους πολιτικής διάστασης στις ταινίες του. Ενδιαφερόταν για την υπαρξιακή διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων, την φιλοσοφική διάσταση της ύπαρξης ή μη του Θεού, και βεβαίως για την ψυχολογική δοκιμασία του κάθε ανθρώπου να δει ποιός πραγματικά είναι και μέχρι πού είναι ικανός να φτάσει. Η Ντροπή είναι μια σπουδή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε περίοδο πολέμου (εδώ το ιστορικό πλαίσιο είναι ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος) και αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο πολιτική ταινία του Μπεργκμαν.
Ξεκινώντας από την πρώτη φάση, την άρνηση, οι δύο πρωταγωνιστές συνεχίζουν τη ζωή τους στην ύπαιθρο, στην μικρή αγροικία όπου καλλιεργούν και πουλούν φυτά, λουλούδια και φρούτα. Αδιαφορούν για τον πόλεμο και δεν έχουν καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Στην δεύτερη φάση, όταν τα αεροπλάνα πετούν πάνω από το κεφάλι τους και οι βόμβες πέφτουν λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, προσπαθούν να μείνουν αμέτοχοι και να προστατευτούν, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία τους.
Στην τρίτη φάση, οι Γερμανοί στρατιώτες φτάνουν στο σπίτι τους κι εκεί πλέον καλούνται να πάρουν πολιτική θέση. Ο φόβος θα τους οδηγήσει σε μια λίγο πολύ ουδέτερη στάση, θα δηλώσουν ότι δεν έχουν πολιτικές πεποιθήσεις και αργότερα θα κατηγορηθούν από τους δικούς τους ανθρώπους (τους Σουηδούς αντιστασιακούς) για συνεργασία με τον εχθρό.
Η τέταρτη φάση θα είναι αποκαλυπτική: οι δύο πρωταγωνιστές καλούνται να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Ο άντρας (Μαξ φον Σίντοου) θα κυριευτεί από τον φόβο και θα γίνει επιθετικός, διατεθειμένος να προδώσει τους φίλους του, να σκοτώσει και να πατήσει επί πτωμάτων για να επιβιώσει. Η γυναίκα (Λιβ Ούλμαν) θα μείνει πιο κοντά στις ανθρωπιστικές αξίες της, δείχνοντας συμπόνια και κατανόηση, την ίδια στιγμή βέβαια που ακολουθεί τον σύζυγό της σε κάθε του βήμα, αφού και οι δύο αναζητούν έναν τρόπο να φύγουν (μέσω θαλάσσης) όσο πιο μακριά μπορούν από το μέτωπο του πολέμου.
Η Ντροπή, όπως είπαμε και πριν, είναι μεν μια πολιτική ταινία, αλλά γυρισμένη με τον τρόπο ενός αμιγώς φιλοσοφικού σκηνοθέτη όπως ο Μπεργκμαν. Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που το θέμα της ταινίας συνδέεται άμεσα με ένα ιστορικό γεγονός που άλλαξε τον κόσμο και διερευνά τις πολιτικές επιπτώσεις του στους ανθρώπους, εντούτοις ο Μπέργκμαν δεν μένει στην πολιτική επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά καταδύεται (όπως κάνει πάντα) στο κρίσιμο βάθος της ίδιας της ύπαρξης των ηρώων του, εκεί δηλαδή όπου τελικά παίρνονται οι πιο ριζικές αποφάσεις και καθορίζονται οι αποφασιστικές πράξεις και συμπεριφορές των ανθρώπων.
Ο Μπεργκμαν βλέπει τους χαρακτήρες του σε κοντινά πλανά, βυθίζεται στον ψυχισμό τους, αποκαλύπτει τους φόβους και τις ελπίδες του ζευγαριού. Έπειτα τους ακολουθεί (με κάμερα που κινείται μέσα στο πλήθος, μια ασυνήθιστη καινοτομία για τον Μπεργκμάν) καθώς συλλαμβάνονται, ανακρίνονται, γίνονται θύματα βίας και τελικά απελευθερώνονται.
Στην τελευταία σκηνή, θα μας δώσει οπτικά (μόνο με τις εικόνες και το μοντάζ, σε μια απολύτως σιωπηλή σκηνή) μια συγκλονιστική πολιτική-υπαρξιακή δήλωση: την σπαρακτική κατάληξη του ζευγαριού (που ήθελε να παραμείνει ανώνυμο μακριά από τον πόλεμο) που θα ξεψυχήσει ανάμεσα στους επίσης ανώνυμους επιβάτες μια μικρής βάρκας, χαμένοι στη μέση της θάλασσας.
Θα δούμε μια εναλλαγή ανάμεσα σε πολύ κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των επιβατών και σε πολύ μακρινά πλάνα της βάρκας που πλέει χωρίς καπετάνιο, ανάμεσα σε πτώματα στρατιωτών που επιπλέουν γύρω της. Κάθε κοντινό πλάνο σβήνει στο μαύρο χρώμα (Fade out) και κάθε μακρινό πλάνο ξεκινά με την κάμερα στραμμένη στον ουρανό -με το δυνατό φως να μας τυφλώνει- και έπειτα κατεβαίνει αργά προς την θάλασσα για να εντοπίσει την βάρκα-νεκροφόρα με τους ήδη καταδικασμένους σε θάνατο επιβάτες.
Ανάμεσα στα δυο πλάνα υπάρχει μια μικρή παύση (σε μαύρο φόντο) που μας κάνει να σκεφτούμε κάθε φορά αν η ταινία τελειώνει εκεί ή έχει και παραπέρα (παρατείνοντας έτσι την αγωνίας μας). Την ίδια στιγμή αυτή η παύση δίνει χρόνο στα μάτια μας να συνηθίσουν το σκοτάδι του μαύρου φόντου, για να τυφλωθούν αμέσως μετά με την έναρξη του μακρινού πλάνου και την κάμερα που είναι στραμμένη απευθείας στο δυνατό φως του ουρανού.
Η πολιτική επιλογή, η φιλοσοφική πεποίθηση και στάση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η υπαρξιακή ένταση και δοκιμασία του καθενός από εμάς, όλα είναι τελικά μια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Η μάχη δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι μονάχα να παραδίδεσαι στο σκοτάδι τόσο εύκολα, ενόσω είσαι ακόμα ζωντανός, ενόσω κινείσαι και αναπνέεις εκτεθειμένος στο φως αυτού του κόσμου.