Η φανέλα με το νούμερο 9

του Μένη Κουμανταρέα, σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη

 

Απόμακρο κινηματογραφικό σκηνικό της δεκαετίας του ’80, στιγμιότυπα κοινωνικής παρακμής, εκδοχές πτώσης και ανόδου, διεφθαρμένοι μηχανισμοί, όλα αυτά συνθέτουν ένα ζοφερό κόσμο από τον οποίο ως μοναδική ακτίνα ελπίδας προβάλλει το πολυπόθητο «αμερικανικό όνειρο» του ανερχόμενου ποδοσφαιριστή Μπιλ για δόξα. Ο νεαρός διέρχεται φτωχογειτονιές, αντιμετωπίζει κατά μέτωπο την αντρική του σεξουαλικότητα, χρησιμοποιεί ως το πιο δυνατό όπλο την ακαταμάχητη γοητεία του για να μπορέσει να «πιάσει την καλή» και να γίνει το νούμερο ένα στο χώρο του ποδοσφαίρου και του θεάματος. Τελικά, όμως, όπως ξαφνικά εκτοξεύτηκε, έτσι θα σβήσει απότομα το άστρο του και θα γίνει ένα με την μοναχική νύχτα των δίσεκτων εκείνων χρόνων της μεταπολίτευσης.

Η ταινία συνιστά ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής που καδράρει το πολυπόθητο ιδιωτικό όραμα της λούμπεν κοινωνίας για κοινωνική ανύψωση και αποκατάσταση. Πρόκειται για ένα κόσμο αποστεωμένο από ιδανικά και αξίες, που κυνηγά το τυχάρπαστο, ενώ αναμετράται μονάχα με το εφήμερο. Με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας εξαφανίζονται οι σκιές της νύχτας, το ίδιο και ο εαυτός μας όταν έχει καταστεί αλλότριο της πρότερης εξισορροπημένης έκφανσής του.

Στην ταινία αυτή, διακρίνει κανείς τα αυτοβιογραφικά ίχνη του Μένη Κουμανταρέα που διαισθάνεται κατά ένα ανορθόδοξο τρόπο την δική του πτώση στην ατέρμονη άβυσσο του κοινωνικού περιθωρίου, σημειωτέον ότι βρέθηκε δολοφονημένος το 2014. Θα χαρακτήριζα τη συγκεκριμένη ταινία ιδιαίτερα σκοτεινή και σύνθετη στη ρηχότητά της διότι αναδεικνύει ποικίλα κοινωνικά όσο και υπαρξιακά ζητήματα προσανατολισμένα όλα στο βασικό ζητούμενο του προδιαγεγραμμένου πεπρωμένου ενός μοναχικού ήρωα.

Ο νεαρός Τζώρτζογλου δεν κερδίζει τις εντυπώσεις ως ο άκρως γοητευτικός νεαρός σταρ, αλλά ως ο αφανής γείτονας της διπλανής πόρτας, που την επόμενη μέρα που θα του χτυπήσεις το κουδούνι για να του ζητήσεις λίγο καφέ-γιατί σού τελείωσε-δεν θα σου ανοίξει ποτέ σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Το πιο τραγικό είναι ότι ο πρωταγωνιστής νιώθει σε όλη την ταινία ότι στο πλαίσιο ενός άκαμπτου κοινωνικού ντετερμινισμού αργά ή γρήγορα θα χαθεί από τον χάρτη, με τον ίδιο τρόπο που ο συγγραφέας του βιβλίου αισθάνεται ότι έχει παγιδευτεί σε ένα αναπόφευκτο τέλος από το οποίο δεν μπορεί να δραπετεύσει. Η θαυμάσια φωτογραφία και η εξαίσια σκηνοθεσία του Βούλγαρη είναι τα μόνα αισιόδοξα σημεία που φωταγωγούν την ερεβώδη μοίρα του Μένη και του Μπιλ, δημιουργού και δημιουργήματος….

Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός κινηματογράφου, ερευνητής-φοιτητής Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας.