Η προέκταση του αρχαίου δράματος στη σύγχρονη εποχή.
Ο σκηνοθέτης Pier Paolo Pasolini, ακολουθώντας τη δική του λογική, γύρισε το 1967 στην Αφρική την ταινία Οιδίπους Τύραννος. Βασικό μήνυμα της ταινίας είναι το άτομο που χάνει την προσωπική του ταυτότητα μέσα στη χοάνη του σύγχρονου κόσμου. Η Αφρική ανταποκρίνεται στην όψιμη φάση του Pasolini ως οικουμενικός τόπος που δέχεται τη διαφορετικότητα, πέρα από τα ασφυκτικά πλαίσια που επιβάλλει ο αστικός κόσμος της εκβιομηχανισμένης Δύσης. Το πρωτόγονο στοιχείο επιτρέπει στον σκηνοθέτη να συνδεθεί με τον αρχαίο ελληνικό μύθο, εμποτίζοντας την αχρονία του με τα απαραίτητα πολιτισμικά στοιχεία που θεωρεί αναγκαία για τη διοχέτευση της προσωπικής του βιοθεωρίας. Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί υβριδικό μείγμα από τον Οιδίποδα Τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή. Σε αυτόν τον βασικό δομικό άξονα υπεισέρχονται στοιχεία της φρουδικής θεωρίας συνυφασμένα με την τάση αυτοαναφοτικότητας του Pasolini.
Ο παζολινικός Οιδίποδας συνιστά την άλλη όψη ενός Accattone. Έρχεται αντίστοιχα και εκείνος αντιμέτωπος με τους αυστηρούς κανόνες του κοινωνικού μηχανισμού, αντιδρά έντονα, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες. Ο Οιδίποδας εδώ είναι επιταγμένος να υπηρετήσει απαρέγκλιτα ένα πεπρωμένο το οποίο υπάρχει πριν ακόμη γεννηθεί. Η κοινωνία δεν τού παρέχει κανένα περιθώριο επιλογής ή ελευθερίας. Ο Οιδίποδας είναι η άλλη όψη του Pasolini, που αισθάνεται αγκυλωμένος σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεν τού αφήνει κανένα περιθώριο αυτοέκφρασης. Σε αυτή την ταινία, αντίθετα με πριν, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο επαγγελματίες ηθοποιούς.
Στην αρχή εμφανίζεται ένα παιδί νεογέννητο, που θα μπορούσε να μάς ανάγει στην πραγματική χρονιά που γεννήθηκε ο ίδιος ο Pasolini, το 1922, κατά τη διάρκεια της φασιστικής περιόδου για την Ιταλία. Η εμφάνιση ενός νεαρού αξιωματικού αντιστοιχεί στον πατέρα του, με τον οποίο ως το τέλος υπήρξε μια τραυματική σχέση ενοχής και απώθησης. Η εμφάνιση του παζολινικού Οιδίποδα, που σε γενικές γραμμές ακολουθεί τον σοφόκλειο μύθο, παραπέμπει σε έναν υποπρολετάριο. Βασική πρόθεση του σκηνοθέτη υπήρξε να καταστήσει ονειρικό το προβαλλόμενο περιβάλλον. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι ότι παρά την ονειρική αποτύπωση στο τέλος ο τυφλός Οιδίποδας περιηγείται στους δρόμους της σύγχρονης Bologna του 1967. Ο ήρωας οδηγείται κάτω από τις στοές, διασχίζοντας τη Via Zamboni όπου ο Pasolini γεννήθηκε. Ακούγεται η μουσική από το φλάουτο που παίζει ο ήρωας, που αποτελεί μια συστοιχία με τον πραγματικό κόσμο ως απόδραση από το μύθο. Η επιλογή της συγκεκριμένης πόλης υποδηλώνει την κυριαρχία της αστικής τάξης σε βάρος των εργατών.
Το φιλμ κλείνει με τον Οιδίποδα να ακούγεται στην όχθη ενός ποταμού, αφού τελικά οδηγήθηκε εκεί από ένα παιδί περνώντας πρώτα από το δρόμο ενός χωριού. Στο νερό του Λιβέντσα απλώνεται το πράσινο της φύσης, εκείνο που ανάλογα κάνει τα τριαντάφυλλα να μοιάζουν πράσινα, όπως αποδίδεται στην ποιητική του συλλογή L’Usignolo della Chiesa Cattolica, εκεί ακριβώς όπου η μητέρα του Pier Paolo τον οδήγησε όταν ήταν μικρός. Σε αυτόν το επίλογο συνίσταται η φρουδική έκφανση της ταινίας. Από τη στιγμή που ο Οιδίποδας τυφλώνεται, μόλις μαθαίνει ότι σκότωσε τον πραγματικό του πατέρα και ότι έκανε παιδιά με την μητέρα του, τότε εισέρχεται σε μια διαδικασία ποιητικής μεταρσίωσης της πραγματικότητας μέσω της οποίας εξευμενίζει τα λάθη του.
Η ποίηση συνιστά για εκείνον ένα είδος τραγικής κάθαρσης. Το ότι παίζει φλάουτο δείχνει ότι ανακτά τον αρχετυπικό ρόλο του ποιητή- προφήτη, εκείνου που αντιστρατεύεται το αστικό πλαίσιο, επιζητώντας τα ιδανικά της Αντίστασης σε έναν διαβρωμένο κόσμο γύρω του. Η αρχή και το τέλος της ταινίας έχουν κοινό σημείο αναφοράς τον ουρανό, όπου υπάρχει το φως που ο Οιδίποδας πια δεν θα ξαναδεί. Ο σκηνοθέτης αισθάνεται ότι γεννήθηκε ακριβώς όπως ο ήρωας του Σοφοκλή, σαν ένα θύμα, καθώς δεν ευθύνεται ουσιαστικά για ό,τι έχει διαπράξει. Το απόσταγμα, ωστόσο, από τον αρχαίο ελληνικό μύθο είναι ότι αισθάνεται πλέον περισσότερο ελεύθερος για να πορευτεί το δικό του ατομικό πεπρωμένο, έστω και αν η κατάληξή του είναι τραγική. Δεν νιώθει μαριονέτα της μοίρας του.
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης