14ος αιώνας. Ένας απογοητευμένος ιππότης, ο Antonius Block (Max von Sydow) και ο περιφρονητικός ιπποκόμος του, Jöns (Gunnar Björnstrand), επιστρέφουν από τις Σταυροφορίες σε μια Σουηδία κατεστραμμένη από την πανώλη.
Όταν ο Block ξυπνά σε μια βραχώδη παραλία, βρίσκει τον ‘’Θάνατο’’(Bengt Ekerot) να τον περιμένει, με τη μορφή ενός ωχρού άντρα με μαύρη μπέρτα . Ο Block προσπαθώντας να παρατείνει τη ζωή του ,προκαλεί τον άκαρδο ‘’Θεριστή’’ σε μια παρτίδα σκάκι. Αν ο ιππότης κερδίσει, θα συνεχίσει να ζει. Ο ‘’Θάνατος’’ δέχεται την προσφορά και ξεκινά ανάμεσα τους μια επική μάχη ευφυΐας και τακτικής, που γίνεται ανά διαστήματα. Συνεχίζοντας το ταξίδι της επιστροφής, ο ιππότης και ο ακόλουθος του γνωρίζονται με ένα ζευγάρι ξένοιαστων θεατρίνων με ένα παιδί, τον Jof (Nils Poppe) και τη Mia(Bibi Andersson), έναν σιδερά που τον απάτησε η γυναίκα του και μια κωφάλαλη κοπέλα,που επιλέγουν να τους ακολουθήσουν. Αυτή η ετερόκλητη ομάδα διασχίζει τον κόσμο, αντιμέτωπη με δεισιδαιμονίες, βία, μοχθηρία, σκοταδισμό, ασθένειες. Ωστόσο, ο ‘’Θάνατος’’ τους παρακολουθεί στενά…
Χρονικά τοποθετημένη στον Μεσαίωνα, η «Έβδομη Σφραγίδα» ξεκινά με μακάβριες αλλά υποβλητικές εικόνες. Σε έναν βαριά συννεφιασμένο ουρανό αιωρείται απειλητικά πάνω από τη γη, ένα κατάμαυρο αρπακτικό πουλί, ενώ ακούγεται μια αιθέρια απόδοση του λατινικού ύμνου ‘’Dies Irae’’. Η απόκοσμη φωνή ενός αφηγητή διαβάζει ένα απόσπασμα της ‘’Αποκαλύψης του Ιωάννη’’: «Και όταν το Αρνί άνοιξε την έβδομη σφραγίδα, επικράτησε σιωπή στον ουρανό για διάστημα μισής ώρας».
Ο Bergman πλάθει εμβληματικούς χαρακτήρες, που ο καθένας αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική στάση απέναντι στο θάνατο και στο Θεό .Ο κεντρικός ήρωας ,ιππότης Block, βασανίζεται από αναπάντητα ερωτήματα : «Είναι τόσο τρομερά αδιανόητο να κατανοήσει κανείς τον Θεό με τις αισθήσεις του; Γιατί κρύβεται σε ένα σύννεφο από μισές υποσχέσεις και αόρατα θαύματα; Γιατί δεν μπορώ να σκοτώσω τον Θεό μέσα μου; » Απαιτεί μια απόδειξη για να συνεχίσει τη ζωή του: «Θέλω γνώση! Όχι πίστη, όχι υποθέσεις, αλλά γνώση. Θέλω ο Θεός να απλώσει το χέρι Του, να ξεσκεπάσει το πρόσωπό Του και να μου μιλήσει.»Παρά την απογοήτευση του παραμένει ιδεαλιστής και ρομαντικός στην πεποίθησή του ότι η ζωή πρέπει να έχει έναν συγκεκριμένο νόημα και σκοπό.
Ο Jöns αυτοπροσδιορίζεται ως ‘’ ευχάριστος νέος, λόγιος, που σκέφτεται και ενεργεί μόνο έντιμα.’’ Είναι πραγματιστής, σαρκαστικός ακόμη και κυνικός · διακρίνει την υποκρισία και την απανθρωπιά και έχει το σθένος να τις τιμωρεί . Έχει επίγνωση ότι τα υπαρξιακά ερωτήματα του αφέντη του, δεν θα βρουν ποτέ απάντηση. Λέει χαρακτηριστικά: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο …Αδιαφορώ για τον παράδεισο και την κόλαση» . Όσον αφορά τον έρωτα θεωρεί ότι δεν είναι τίποτα άλλο από λαγνεία, εξαπάτηση και ψέματα :«Αν όλα είναι ατελή σε αυτόν τον ατελή κόσμο, τότε ο έρωτας είναι ο πιο ατελής στην τέλεια ατέλεια του ».Ακόμη και την ύστατη ώρα όταν ο Block ξεσπά σε θρήνο ,αποζητώντας το έλεος του Θεού, τον εγκαλεί :«Νιώσε το θρίαμβο ότι κινείσαι ακόμα!», ενώ ο ίδιος με αξιοπρέπεια και θάρρος ‘’σωπαίνει διαμαρτυρόμενος’’ μπροστά στον Άγγελο της Καταστροφής. Είναι ξεκάθαρο ότι όσο προχωρά η αφήγηση το ρεύμα συμπάθειας του Bergman(και του θεατή) μετατοπίζεται από τον Block προς τον Jöns.
Από τη πλευρά τους ο Jof και η Mia (Ιωσήφ και Μαρία ;) είναι απλοί άνθρωποι, επιπόλαιοι και χαρούμενοι που απολαμβάνουν τη ζωή στην ονομαστική της αξία χωρίς να νοιώθουν την ανάγκη να την εξηγήσουν. Αποτελούν την ελπίδα της ανθρωπότητας. Μιλούν για το μέλλον του γλυκύτατου γιου τους Mikael και θεωρούν τον Θάνατο σαν μια άδεια θεατρική μάσκα. Οι σκηνές του ευτυχισμένου ζευγαριού με τον σκεπτικιστή Block εναλλάσσουν την χαρά της ζωής με το άγχος της θνητότητας, δημιουργώντας ένα μοτίβο αντιθέτων που προβάλλεται συμβολικά στα ασπρόμαυρα μέρη της σκακιέρας.
Με τα μελανότερα χρώματα απεικονίζεται ο φονταμενταλιστής κληρικός Raval, ένας λύκος με ένδυμα αγίου, που συστηματικά ληστεύει έκθετα πτώματα. Αποδίδοντας ποιητική δικαιοσύνη, ο Bergman τον αφήνει πληγωμένο από την ίδια τη μάστιγα , από την οποία ο ίδιος αντλούσε τη δύναμή του. Ο Raval φωνάζει για να ξεφύγει από το μοιραίο, αν και υποκριτικά κήρυττε ότι η ανθρωπότητα θα βρει λύτρωση μόνο στη μετά θάνατον ζωή.
Όσον αφορά τους εξαθλιωμένους φτωχούς , έχουν πειστεί από την θρησκευτική ιεραρχία ότι η επιδημία είναι μια θειική τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Έτσι πλήθη ρακένδυτων ‘’αμαρτωλών’’ περιπλανιούνται στους δρόμους μαστιγώνοντας τους εαυτούς τους και τους άλλους, προσπαθώντας να εξευμενίσουν την οργή του Θεού τους. Στην πραγματικότητα οι αποτρόπαιες και ανόητες πράξεις τους προκαλούν την περαιτέρω διασπορά της πανώλης καθώς σκίζουν τις σάρκες τους, στους δρόμους.
Η «Έβδομη σφραγίδα» μπορεί να αναγνωστεί ως μια μετωπική επίθεση κατά της οργανωμένης θρησκείας, υπονοώντας ότι ο αληθινός Θεός δεν βρίσκεται στις ζοφερές λιτανείες των μυστικιστών, στις εκκλησίες ή στα αιματοβαμμένα πεδία μάχης των Σταυροφοριών. Αν υπάρχει, μάλλον θα βρίσκεται στην συγκινητική αθωότητα ,τη θερμή τρυφερότητα και την απλότητα του σκοπού της νεαρής οικογένειας των ηθοποιών, που χαίρεται για κάθε πολύτιμη στιγμή της ζωής. Στη λαμπρότερη σκηνή της ταινίας ο Block ξαπλώνει στην πλαγιά ενός λόφου , πίνει φρέσκο γάλα και τρώει αγριοφράουλες ,που του προσφέρει εγκάρδια το νεαρό ζευγάρι. Στο λυκόφως απολαμβάνει την ηρεμία και την διαύγεια της στιγμής, μιλώντας με νοσταλγία για τις όμορφες μέρες που έζησε με τη γυναίκα του, πριν την εγκαταλείψει για να ακολουθήσει τις Σταυροφορίες. Αυτές οι στιγμές , γεμάτες γαλήνη και ελπίδα, περικλείουν την υποβόσκουσα και απροσδόκητη αισιοδοξία του Bergman, που βλέπει στην αγάπη τον μοναδικό σκοπό ενός ανθρώπου για να συνεχίσει να ζει. Στον επίλογο και στο συνταρακτικό όραμα του ‘’Χορού του Θανάτου’’, ο νικηφόρος ‘’θεριστής’’ με το δρεπάνι , οδηγεί τα θύματα του στην κορυφή ενός λόφου ,μακριά από τον ήλιο ενώ η βροχή ξεπλένει τ' αλμυρά τους δάκρυά .
Η «Έβδομη Σφραγίδα» είναι μια αλληγορία για τον άνθρωπο, την αιώνια αναζήτησή τού Θεού, με τον θάνατο να αποτελεί τη μοναδική βεβαιότητα. Υπάρχουν παραλληλισμοί ανάμεσα στις φρικαλεότητες του Μεσαίωνα και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με την απειλή των πυρηνικών όπλων να αιωρείται πάνω από την ανθρωπότητα ως Δαμόκλεια σπάθη. Μπορεί ο Bergman να μην μας διαφωτίζει με βεβαιότητα για το νόημα της ζωής, για την ύπαρξη του Θεού, αλλά τουλάχιστον μας προτρέπει να αναζητήσουμε νόημα σε ό,τι βλέπουμε γύρω μας, προτού ο ωχρός ακόλουθος μας με τη μαύρη μπέρτα, μας κοιτάξει με τα παγερά του μάτια και μας ψιθυρίσει: «Περπάτησα πολύ καιρό δίπλα σου. Είσαι έτοιμος;»