Παρουσίαση: Παναγιώτης Χαλούλος
Στο νέο βιβλίο της Παναγιώτα Σμυρλή μάς διηγείται ιστορίες που άκουγε από μικρή, άλλες από τους γονείς και άλλες από τη γιαγιά και τον παππού της, κάποιες ακόμα που τις έζησε η ίδια. Είναι ένα βιβλίο εν πολλοίς βιωματικό. Ιστορίες που συνδέουν την πόλη μας, την Πάτρα, με τη ζωή στη Μικρά Ασία πριν από τη μεγάλη καταστροφή του 1922.
Οι οικογένειες Σμυρλή, πρόσφυγες εκείνη την εποχή μετά από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις, εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα, όχι στον οικισμό των προσφυγικών, που όλοι οι Πατρινοί γνωρίζουμε, αλλά στη συνοικία των Ζαρουχλεΐκων και κυρίως κατά μήκος της οδού Ανθείας. Υπήρχε μια αλληλεγγύη στη γειτονιά κατά μήκος της οδού Ανθείας, κεντρικής στην περιοχή Ζαρουχλεΐκων, μια συντροφικότητα στα μεγάλα του βίου γεγονότα από τις γεννήσεις ή τις γαμήλιες τελετές έως τις κηδείες αγαπημένων προσώπων και γειτόνων.
Ανάμεσα στα γεγονότα αυτά και η απώλεια της Κωνσταντίνας, μικρής αδελφής της Παναγιώτας, από ένα ατύχημα-δυστύχημα. «Το ημερολόγιο έγραφε 17 Μαρτίου, Αλεξίου του Ανθρώπου του Θεού και τα νιόφερτα χελιδόνια έκοβαν βόλτες, συλλέγοντας χώμα για τις φωλιές… Μια σταγόνα έτρεξε από το στόμα της, ακούμπησε στο γιακά και γλίστρησε στην άσφαλτο. Κτέρισμα αλγεινό στον δρόμο που παίξαμε, ερωτευτήκαμε κι ονειρευτήκαμε…»
Στην περιοχή αυτή, γνώριμη σε πολλούς από μας, τους φίλους της Παναγιώτας, ζήσαμε κι εμείς για αρκετά χρόνια, εκεί το πρώτο μας σχολείο, το Δημοτικό, που περιγράφει η συγγραφέας. «Το παλιό 24ο Δημοτικό Σχολείο χωριζόταν απ’ το σπίτι του με έναν ψηλό συρμάτινο φράχτη. Εκεί κουμάντο έκανε ο Πανουτσόπουλος, που ήταν διευθυντής κι έμενε με τα παιδιά του και τη γυναίκα του την Άννα, δασκάλα κι αυτή, σε ένα οίκημα μέσα στον προαύλιο χώρο. Υπήρχε το μεγάλο πηγάδι της ύδρευσης, μια πελώρια αμυγδαλιά που ίσκιωνε το θέρος πάνω του κι ελιές σε συστάδες… ξέχειλα τα παρτέρια από λουλούδια την άνοιξη, τα οποία ήταν υπόθεση των μαθητών και της Φυσικής Ιστορίας. Βαγιές, λεμονιές και μια μοναχική πορτοκαλιά ήταν στη φροντίδα της Αγλαΐας, που είχε επωμιστεί την καθαριότητα, αλλά αργότερα εκτελούσε και χρέη κυλικείου, πουλώντας σταφιδοκούλουρα και ζαχαρωτά, τσίχλες σε σχήμα λίρας με χρωματιστό περίβλημα, γλειφιτζούρια κοκοράκια και στραγάλια με σταφίδα σε χωνάκια χάρτινα». Αναμνήσεις αξέχαστες και δικές μου!...
«Η Μικρασιατική Καταστροφή είχε φέρει θλιβερά καραβάνια προσφύγων και κάποιοι από τους άλλοτε εύρωστους νοικοκύρηδες στα παραθαλάσσια του Αιγαίου έφτιαξαν χαμοκέλες στα Ζαρουχλέικα, μακριά από τους μεγάλους προσφυγικούς συνοικισμούς… Οριοθέτησαν με πεζούλια τον χώρο τους, άνθιζαν τα λεμονοπορτόκαλα και σκαρφάλωναν οι γλυσίνες στους χωμάτινους τοίχους, που στις μεγάλες γιορτές ανανέωναν τον ασβέστη με ψεκαστήρα κι έφτιαχναν βαθιά αυλάκια για να αποφεύγουν τις νεροσυρμές». Συνοικία όμορφη και νοικοκυρεμένη, όπως τη θυμάμαι από τη δεκαετία του 1960, με συχνό πρόβλημα τις πλημμύρες της περιοχής ανάμεσα στα δύο ποτάμια-χείμαρρους, τον Γλαύκο και τον Διακονιάρη, που τους χειμώνες μάς απειλούσαν!
«Ο παππούς δούλευε όπου έβρισκε. Έφτιαχνε πηγάδια, έσχιζε πέτρες,… για να αμειφθεί με ένα φλιτζάνι του καφέ σταφίδα και λίγες κομμένες ή πράσινες με φύτρα πατάτες για την οικογένεια. Δούλευε για πεντάρες σκληρά, μέχρι να μη νιώθει χέρια και πόδια, δούλευε όχι μόνο για να ζήσει αλλά και να ξεχάσει…» Ο Πέτρος, παππούς της Παναγιώτας, «Γύριζε αργά το σούρουπο με τα χέρια γεμάτα καλούδια. Κολοκυθολούλουδα, μάραθος, χόρτα για πίτα ή βράσιμο, κορφές από κολοκυθιές, αμπελόφυλλα, μελωμένα σύκα… Ακούμπαγε τα δώρα του στον νεροχύτη κι έβγαζε το πανωφόρι του». Κι εκεί που έτρωγε δίπλα στο τζάκι, η μικρή Παναγιώτα τον περίμενε υπομονετικά να φάει και, όπως λέει: «…να ανάψει το τσιγάρο του κι ύστερα να μου ρίξει ένα βλέμμα, να χαϊδέψει το κεφάλι μου, να κοιτάξει πέρα από το κενό που άφηναν οι φλόγες, να δει τις άλλες φλόγες, αυτές που δε σβήνουν ποτέ από μέσα σου και να αρχίσει τις ιστορίες». Ιστορίες που μας μεταφέρει στο βιβλίο η συγγραφέας με το μοναδικό της αφηγηματικό τρόπο. Ιστορίες μιας χώρας ζωντάνιας και πολιτισμού, ζηλευτής, μιας ζωής ανέμελης μέχρι την επιδρομή του κεμαλικού στρατού, που μετατράπηκε σε ιστορίες πόνου και καταστροφής. Ιστορίες, όπως η πραγματική του παππού Πέτρου, που δεν μπόρεσε να πείσει την κόνα Δέσποινα να αφήσει το σπιτικό τους και να τον ακολουθήσει στην αβέβαιη, επικίνδυνη περιπλάνηση της φυγής με στόχο την μητέρα Ελλάδα, μέσω της φλεγόμενης Σμύρνης. «Ο Πέτρος φορτώθηκε δυο μπόγους, τον μικρό στην αγκαλιά. Η Μαριγώ κρατούσε το κορίτσι κι ένα εικόνισμα δεμένο σφιχτά, πάνω απ’ το μεσοφόρι της… Ο πόνος της μάνας του πίσω, κεντρί να κεντάει, μα το μυαλό του μηχανευόταν τρόπους να τραβήξει την οικογένεια στη θάλασσα.» Μετά από την περιπετειώδη διάβαση του ορμητικού ποταμού, όπου κινδύνευσε η Μαριγώ, που ακολουθούσε πιασμένη από το ζωνάρι του, αφού «Το ρεύμα δυνατό, την τραβούσε, κάποτε ξέφυγε από το ζωνάρι του άντρα της», διέφυγαν, χωρισμένη η οικογένεια, προς τη Χίο, όπου θα ξαναβρεθούν, σε καΐκι η μάνα με το μικρό κορίτσι, αφού χώρος για άλλους δεν υπήρχε, κολυμπώντας ο πατέρας με το αγόρι δεμένο στην πλάτη και παγωμένο, σχεδόν ξέπνοο!
Αποκαλόκαιρο, κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι και «ο καιρός είναι υπέροχος, αν εξαιρέσεις τις συνθήκες, ο ήλιος να δύει και όποιος είχε τη δύναμη να ατενίσει πέρα μακριά, θα έβλεπε έναν από τους πιο περίτεχνους αποχωρισμούς στο βάθος του ορίζοντα, που παρεμπιπτόντως ατένιζαν με τα κιάλια τους οι επιβαίνοντες στις πρώτες θέσεις των πλοίων. Οι οποίοι είχαν στρέψει όμματα προς δυσμάς, καθόλου δεν τους άρμοζε εκείνο το άθλιο συνονθύλευμα στην προκυμαία… τι περίμεναν και δεν σαλπάριζαν επιτέλους;»
Ανάλογη συμπεριφορά απέναντι στο άθλιο αυτό θέαμα επέδειξαν και οι αξιωματικοί των πλοίων της Αντάντ, που βρίσκονταν με τα πλοία τους στο λιμάνι της Σμύρνης. «Οι καπεταναίοι δυναμώνουν τη μουσική και βγάζουν κινηματογραφικές μηχανές για να έχουμε στιγμιότυπα εκατό χρόνια μετά, πιστοποιώντας την αυθεντία των γεγονότων, ενώ, αν έριχναν μια ομοβροντία αντί να παρακολουθούν απλά τα τεκταινόμενα…» ίσως κάτι μπορεί να άλλαζε, ίσως!... Επειδή όμως όλα αφέθηκαν απλώς να συμβαίνουν, «η Σμύρνη έκοψε την κεντρική αρτηρία του σώματός της κι άδειασε στη θάλασσα το αίμα της». Και έτσι έγινε «Το Αιγαίο μια πελώρια κηλίδα από αίμα» και «Καθώς απομακρυνόταν το κορίτσι από την πατρίδα του, έσκυψε και βούτηξε το χέρι του στο αρμυρό νερό. Το έφερε στο στόμα του. Η γεύση ήταν στυφή, γλυκερή, γεύση από αίμα, δε μύριζε αλάτι, πώς θα μπορούσε άλλωστε;»
Στα ιστορικά μυθιστορήματά της η Παναγιώτα Σμυρλή χρησιμοποιεί ιστορικές πληροφορίες, που έχει συλλέξει με επιμέλεια. Έτσι κι εδώ, μιλώντας για τις φρικαλεότητες του τούρκικου στρατού και πλήθους εναντίον του ελληνισμού της περιοχής, ομολογεί με παρρησία: «Βεβαίως, πηγές καταμαρτυρούν πως και οι δικοί μας, στα βάθη του Σαγγάριου, κάρφωναν μουσουλμάνες στις πόρτες των κατοικιών τους στο σχήμα του σταυρού, κι έπειτα ασελγούσαν πάνω τους»! Σχετικά γράφει ο καθηγητής Ιστορίας Αντώνης Λιάκος με στοιχεία από τα στρατιωτικά αρχεία της Γαλλίας στο Παρίσι (εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 1/9/2002):
Οι ελληνικές βιαιοπραγίες εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού σημειώνονται στα αρχεία σε τέσσερις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναφέρεται τριήμερη λεηλασία των τουρκικών καταστημάτων και έκτροπα εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού χωρίς ο ελληνικός στρατός να παρέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη (αναφορά 1.6.1919)... “Οι πυρπολήσεις, οι σφαγές, οι βιασμοί και οι λεηλασίες στις μουσουλμανικές συνοικίες της Ιζμίτ κράτησαν από 24 ως 27 Ιουνίου. Τις διέπραξαν Αρμένιοι που τους χρησιμοποίησαν οι Έλληνες και έλληνες στρατιώτες και ναύτες. Ο λοχαγός Delord είδε με τα μάτια του 64 πτώματα, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, τα αφτιά κομμένα και έχοντας διάφορα ίχνη αγριοτήτων. Παρενέβη με μεγάλο θάρρος, έσωσε 4.000 μουσουλμάνους που κατέφυγαν σε γαλλικό σχολείο και στην καθολική εκκλησία. Οι Έλληνες έκαψαν και εβραϊκά σπίτια” (τηλεγρ. 1.7.1921)… Η τέταρτη περίπτωση με τις πιο εκτεταμένες καταστροφές αφορά την υποχώρηση μετά την ήττα στον Σαγγάριο… Σε μερικά μέρη όλοι οι κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, πυρπολήθηκαν ζωντανοί μέσα στα τζαμιά… Ο γάλλος στρατιωτικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη έγραψε προς το Παρίσι στις 8.9.1922: “Οι Έλληνες δίνουν στην πάλη αυτή ένα χαρακτήρα ανεξήγητο και δύσκολα θα αποφευχθούν τα αντίποινα”, και ζήτησε από την κυβέρνησή του να παρέμβει στην Αθήνα ώστε να σταματήσουν οι “βλακώδεις και εγκληματικές αντεκδικήσεις”…».
Διδάσκοντας αρκετά χρόνια Ιστορία στο Γυμνάσιο ποτέ δεν απέκρυψα λάθη και αγριότητες του ελληνικού στρατού και λαού (που στα σχολικά βιβλία συνήθως δεν αναφέρονται), παράλληλα με τις γενναίες και λαμπρές ηρωικές πράξεις. Δεν θεώρησα ποτέ πως ο ελληνικός λαός είναι ηθικότατος και μόνο οι ιστορικά αντίπαλοί μας έκαναν βάρβαρες πράξεις, αδικαιολόγητες. Ο πόλεμος είναι γνωστό πως αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Μήλιοι αρνήθηκαν να υποταχθούν στους Αθηναίους και εκείνοι, οι …δημοκρατικοί οι Αθηναίοι, αφού έφεραν κι άλλο στρατό, διέπραξαν γενοκτονία, κατέσφαξαν όλους τους ενήλικους άνδρες, τα δε γυναικόπαιδα πούλησαν ως δούλους. Άλλωστε απορούμε ακόμα στις μέρες που ζούμε πώς είναι δυνατό να γίνονται φρικτές, απάνθρωπες πράξεις, π.χ. ασέλγειες εις βάρος ανήλικων, κάθε είδους βιασμοί, γυναικοκτονίες και άλλες δολοφονίες. Αφού σε μια ειρηνική περίοδο συμβαίνουν, πόσο μάλλον στον πόλεμο!...
Το «Ψωμί καθάριο» της Παναγιώτας Σμυρλή δεν θα κουράσει τον αναγνώστη με ιστορίες βαριές, γεμάτες αίμα και πόνο. Ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος περιγράφει με τον ιδιαίτερα όμορφο λόγο της εικόνες ανέμελης ζωής, πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά και μετά, στο ειρηνικό παρελθόν στη Μικρασία και στη νέα πατρίδα, τη μάνα Ελλάδα και ειδικότερα στην Πάτρα και την ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας.
«Ο γάμος έγινε στην πιο χρυσή ώρα του καλοκαιριού. Αύγουστος και η ευωδιά των πλατανιών και του φλισκουνιού κατέκλυζε τον τόπο και το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο κτήμα τους. Σώζεται μια φωτογραφία από τη νυφική τους άμαξα, όπου η γιαγιά φοράει στα μαλλιά της αραχνοΰφαντο πέπλο, που καλύπτει ελαφρά το πρόσωπο με μαργαριτάρια ραμμένα πάνω του, ενώ τον λαιμό της κοσμούν τρεις σειρές φλουριά κωνσταντινάτα… Ο παππούς έχει κατέβει από την άμαξα και το μπαστούνι που κρατάει έχει χρυσή λαβή…»
Κι ένας έρωτας, στην παλιά χρυσή εποχή, όμορφος και αγνός της Αναστασίας και του Αχμέτ, που μοιραία τους χώρισε ο πόλεμος και η αναγκαστική φυγή εκείνης. «Τώρα ξέρει η Αναστασία. Πίσω από κάθε χρυσό μήλο κρύβεται η Έριδα. Πίσω από κάθε Ελένη μια πυρπολημένη Τροία. Πίσω από κάθε Πάρι ένας έρωτας που δεν μπορεί να ευλογηθεί, αφού εγκυμονεί τον θάνατο.
Αχμέτ, θυμάσαι; Τότε που έσβηναν τα κορμιά μας κάθε μνήμη του κόσμου, αφού το ξέραμε πως κάποια μέρα θα μας υποχρέωνε να λογοδοτήσουμε γι’ αυτό το όνειρο ελευθερίας που ζούσαμε»… Και εκείνος πάλι να την αναζητά και να περιμένει…: «Αναστασία, τι χρώμα έχουν τώρα τα μάτια σου; Γιατί έφυγες, Αναστασία;»
Τόσα και τόσα αναλογίζεται και περιγράφει η Παναγιώτα, απόγονος εκείνων των Μικρασιατών, που ξανάστησαν τη ζωή τους στην Πάτρα, στη δική τους συνοικία, όχι στα γνωστά Προσφυγικά της πόλης. Εικόνες οπτικές, ακουστικές, μυρωδιές και γεύσεις από την παιδική της ηλικία και ιστορίες που θέλησε να διασώσει και τα κατάφερε με επιδέξιο τρόπο.
«Μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, καθάριου ψωμιού, αχνιστού, έντιμου, μυρωδάτου, με μια ιδέα στάχτη πάνω του, σκηνές από Καραγκιόζη, τη λάμπα του γκαζιού, την ξυλόσομπα, τα κρύσταλλα στα κεραμίδια. Και πρόσωπα. Πολλά πρόσωπα, να μπαίνουν και να βγαίνουν από την Ιστορία του κόσμου. Άλλος μου άφησε σαν ανάμνηση ένα χαμόγελο, άλλος μια μυρωδιά από ζουμπούλια, έναν καλό λόγο να γλυκάνει το μέσα μου. Σαν αυτόν που μου είχε πει τότε η γιαγιά Μαριγώ σαν με είδε πικραμένη. Δε θυμάμαι την αιτία εκείνης της στενοχώριας, έχουν όμως αποτυπωθεί τα λόγια της στην καρδιά μου…: “Αυτό που έχει σημασία, κόρη μου, είναι να έχεις τον ήλιο μέσα σου. Έτσι κι αλλιώς τα σύννεφα είναι περαστικά”».
Παναγιώτα Σμυρλή, ΨΩΜΙ ΚΑΘΑΡΙΟ, Υδροπλάνο, Αθήνα 2022
Η Παναγιώτα Σμυρλή έχει ρίζες από τη Σμύρνη, αλλά γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου και ζει μόνιμα. Ασχολήθηκε με τα Οικονομικά και για χρόνια ισορροπούσε ανάμεσα στους αριθμούς και την τέχνη του λόγου. Τώρα η λογοτεχνία είναι η κύρια ασχολία της. Έχει γράψει μυθιστορήματα για μεγάλους και παιδιά, παραμύθια, καθώς και συλλογές διηγημάτων, έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ βραβεύτηκε σε φιλολογικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Απέσπασε το Πανευρωπαϊκό βραβείο διηγήματος με το διήγημα «Σπασμένο ρόδι».