Το εξουσιαστικό σύστημα της πατριαρχίας.
Η Στέλλα ήθελε να νιώθει πάντα ελεύθερη, αλώβητη από κάθε μόρφωμα της ανδροκρατούμενης καταδυνάστευσης που θα οδηγούσε τον εσωτερικό της αμυντικό μηχανισμό στην απόλυτη σύνθλιψη. Πάσχιζε να είναι ελεύθερο πνεύμα μέσα σε ένα ζοφερό μεταπολεμικό κόσμο, να απολαμβάνει τον ήλιο, την θάλασσα, τον έρωτα, να μην κοιτάζει τον χρόνο που πέρασε, ούτε το αύριο, παρά μόνο το τώρα. Αμέτοχη στις αστικές συμβάσεις, παίζει την ζωή της κορώνα γράμματα στην απρόβλεπτη έκβαση της ζωής, γοητεύεται από τον ίλιγγο του θανάτου.
Αντιπαρατίθεται με σθένος στο απόλυτο όνειρο για μια συνηθισμένη γυναίκα των λαϊκών τάξεων εκείνης της εποχής, να παντρευτεί όσο γίνεται πιο νωρίς, να κάνει παιδιά, να έχει δίπλα το αρσενικό που ετεροκαθορίζει την μοίρα της, να είναι κλεισμένη στο σπίτι, να ασχολείται με τα οικιακά. Τότε, η γυναίκα δεν μπορούσε να επιβιώσει στην αντρική συνείδηση μέσα στον πλήρη αυτοπροσδιορισμό της, αρνούμενη τα παρωχημένα στερεότυπα περί παραδοσιακών ρόλων των φύλων.
Διεκδικεί την απεξάρτηση από την όποια καταπίεση και χειραγώγηση, το να είναι φερέφωνο στις εκάστοτε διαθέσεις των ανδρών τής προκαλεί απέχθεια. Προτάσσει ένα γυναικείο εγώ, πολύ διαφορετικό από τις ισχύουσες κοινωνικές νόρμες. Έχει απόλυτη επίγνωση ότι θα χάσει το παιχνίδι γιατί είναι προδεδικασμένο το αποτέλεσμα υπέρ των ανδρών. Γίνεται, ωστόσο, νικήτρια μέσα από μια άλλη οπτική, κάτι που ελάχιστα έχει εξεταστεί μέχρι σήμερα.
Ο θάνατός της, στο τέλος, δεν σηματοδοτεί την ήττα με κάδρο τα μίζερα στενά μιας κοινωνικά περιθωριοποιημένης συνοικίας, αλλά ενεργοποιεί την αναγωγή στην αρχετυπική λειτουργία αντρικού και γυναικείου ρόλου, ώστε να επιτευχθεί η ανάδρομη επενέργεια: αν συμβιβαστεί στα επιτακτικά θέλω του Μίλτου, θα διαιωνίσει την κοινωνική ανισομέρεια σε βάρος των γυναικών. Για το συγκεκριμένο λόγο, προβαίνει εθελοντικά σε μια αυτοθυσία, ώστε να συνενώσει τις συμπαντικές δυνάμεις του κοσμικού μηχανισμού υπέρ της γυναικείας κοινωνικής διεκδίκησης: τον έρωτα και τον θάνατο.
Η καταιγιστική ροή των εικόνων στα τελικά πλάνα συνηγορούν σε αυτή την κατεύθυνση, όπως και το τραγούδι: αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι. Ο έρωτας διέρχεται μέσα από τον θάνατο για να αναγεννηθεί πιο δυνατός, αυτή θα ξανάρθει σαν ελπίδα σε έναν κόσμο που θα μπορεί να αποδεχτεί πια την θηλυκή όψη της πραγματικότητας, ο ηττημένος είναι εκείνος που επιζητά την ηγεμονική θέση, καθώς ο άντρας ως τραγικός ήρωας απομένει μονάχος στην Εκκλησία, να περιμένει, κρατώντας μάταια στην συνέχεια το κουφάρι της δίχως καμιά ανταπόκριση. Εκείνη νίκησε μέσα από την ηθελημένη σιωπή της, το ίδιο και η Μερκούρη που επικύρωσε με διαχρονική επιτυχία την μοιραία συνάντησή της με την «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια».
Δρ. Κοσμάς Κοψάρης, κριτικός κινηματογράφου.